Η τοπική διάλεκτος της περιοχής της Ζαχάρως: Πολιτιστικό πρόγραμμα της Α΄ Τάξης του ΓΕΛ Ζαχάρως αφιερωμένο στους λάτρεις της τοπικής ιστορίας
Η γιαγιά η Νικολέτα με το εγγονάκι της, από το φωτογραφικό αρχείο του Πολιτιστικού-Περιβαλλοντικού Συλλόγου Γυναικών Σχίνων.
Το σχολικό έτος 2017-2018 η Α΄ τάξη του ΓΕΛ Ζαχάρως υλοποιεί πολιτιστικό πρόγραμμα με θέμα την τοπική διάλεκτο της ευρύτερης περιοχής.
Οι μαθητές καλούνται να καταγράψουν λέξεις και φράσεις της ντοπιολαλιάς ενταγμένες μέσα σε κείμενα, τα θέματα των οποίων επιλέγουν οι ίδιοι. Αρωγοί και συνεργάτες στο τολμηρό αυτό εγχείρημα όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι, δηλαδή όλοι εκείνοι που γνωρίζουν καλά και χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα τις ιδιαίτερες αυτές λέξεις και φράσεις, που καθιστούν τη γλώσσα μας μοναδική και αποδεικνύουν περίτρανα το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού και τον πλούτο της ιστορίας μας.
Όπως επισημαίνουν οι υπεύθυνες καθηγήτριες φιλόλογοι για το συντονισμό του προγράμματος Ευθυμία Μπαρτζελιώτη και Πανωραία Μακρή
«Κύριος και μοναδικός μας στόχος, να μυηθούν σταδιακά οι μαθητές μας σ’ αυτή τη διαδικασία που θα τους μετατρέψει σε ενεργούς πολίτες, που θα σέβονται τον πολιτισμό, την παιδεία και τον άνθρωπο και θα μοχθούν για την καταγραφή, διάσωση και προβολή του πολιτισμικού μας πλούτου!»
Οι εργασίες των μαθητών έχουν ήδη αρχίσει να παραδίδονται στις καθηγήτριές τους οι οποίες όπως μας είπαν έχουν σκοπό να τις αναρτήσουν όλες στο διαδίκτυο γιατί πρόκειται για μια εξαιρετική εργασία, παρακαταθήκη για την παράδοση της περιοχής που θα πρέπει να βγει προς τα έξω και να γνωρίσει ο κόσμος την τοπική διάλεκτο της ευρύτερης περιοχής της Ζαχάρως και γι αυτό καλούν όλους τους συμπατριώτες τους να στηρίξουν αυτό το εγχείρημα.
Η Πρωινή φιλοξενεί σήμερα σαν πρώτο δείγμα την εργασία της μαθήτριας Ιωάννας Μεντή που αφορά την καθημερινότητα και τη ζωή της αγρότισσας τη δεκαετία του ‘ 50 μέσα από τις περιγραφές της κ. Ασήμως.
Η καθημερινότητα και η ζωή της αγρότισσας τη δεκαετία του ’50, μέσα από τις περιγραφές της κα Ασήμως.
«Η ζωή μας εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολη… Φτώχεια, πείνα, κούραση… Δεν προκάναμε να πούμε το όνομά μας, μπαϊλντάγαμε ούλη την ημέρα στο καταμπάιρο με τις δουλειές και τις έγνοιες… Αχάραγο ξεκινάγαμε… Ίσα που ζωνόμασταν, βάζαμε μια μπουκιά στο στόμα μας και τρέχαμε να φτιάξουμε τα πράματα, τα ζωντόβολά μας, να τα βγάλουμε να βοσκήσουν, να μη ξεροφηριάσουνε. Μετά έπρεπε να αρμέξουμε το γάλα στην καρδάρα, να ταϊσουμε τα κοτερά, τα σκυλιά και τα κατσούλια και να γυρίσουμε στο σπίτι, για να φτιάσουμε το φαϊ, να πάμε και στην εργατιά.
Τα σερνικά παιδιά έκαναν συνήθως στις αγροτικές δουλειές, ενώ οι βάιζες μένανε σπίτι να κάνουν το νοικοκυριό. Έπρεπε να πάρουμε τη λογανιά, να σαρώσουμε, να πλύνουμε κάνα τσουμπλέκι, τα κάθικα, τα σκουτιά μας, τα τσουράπια μας και τις τσατίλες για το τυρί και τη γιαούρτη. Εμείς οι γυναίκες καθόμασταν στο χειμωνιάτικο που ήταν και το τζάκι, το παραγώνι, σπάνια μπαίναμε στη σάλα, στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού. Μετά τ’ απομεσήμερο εμπαίναμε στον αργαλιό να φτιάσουμε κανα σάισμα, καμιά κουρελού, να υφάνουμε τα σκεπάσματα, τις μπαντανίες μας για το προικιό μας και τα ρούχα μας, για να μη μείνουμε στο ράφι, σα μαγκούφες κι έχει να λέει ο κόσμος…
Η βάβω του σπιτιού καθόταν και έπλεκε κανα τσουράπι, ενώ εμείς οι νεότερες φτιάναμε μπέρτες και μπόλκες για το χειμώνα. Άσε που την είχαμε και αφεντικό πάνω στο κεφάλι μας. Κρατούσε τη λαγούσα και διέταζε. Από ρούχα είμαστε χάλια. Τα ίδια και τα ίδια φορούσαμε και όταν βγαίναμε έξω μπαμπουλοδενόμαστε με τα τσεμπέρια μη μας δουν οι άντρες και μας κρεμάσουνε κάνα κουδούνι. Την άνοιξη σκάβαμε με τις τσάπες τα μποστάνια μας. Βάζαμε πατάτες, ντομάτες, φακή, φασόλια, μπλεζενιές, σκαρκαβέτσια, κολοκύθια και ό,τι άλλο μπορούσαμε. Το φθινόπωρο εβολακιάζαμε με τις γριτζάλες μας τ’ αραποσίτια και τρέχαμε στις κρεμνόραχες και στα διάσελα να μαζέψουμε καμιά λαψάνα.
Από διασκέδαση άστα, μόνο στην εκκλησιά τις Κυριακές, κάνα λακριντί στη γειτονιά και κάνα πανηγύρι το καλοκαίρι. Εκεί κοιτάγαμε να βρούμε και κανένα να παντρευτούμε. Πολλές φορές βγαίναμε στις ρούγες και στα στρατόνια να διπλαρώσουμε κανέναν που πήγαινε σιαπέρα με τα στειλιάρια, με τις τσάπες και τις τέμπλες στον ώμο για δουλειά και να το πούμε στη προξενήτρα να το τελειώσει. Νύχτα περάσαμε εμείς, δε ζήσαμε ζωή… Αχχ… και τώρα που ‘χουμε το μέλι δε μπορούμε να το χαρούμε…
ΜΕΝΤΗ ΙΩΑΝΝΑ, Α2»