Η νοσταλγία ντύνεται πάντα ωραία…
Η νοσταλγία φοράει πάντα ωραία ρούχα. Λούζεται, ντύνεται, στολίζεται και βγαίνει περιποιημένη με ένα απαλό χρώμα θλίψης, στα μονοπάτια της μνήμης, να θυμηθεί και να θυμίσει…
Με τον Αντρέα, είμαστε φίλοι καρδιακοί. Μας έσμιξε η ζωή στα χρόνια της νιότης. Δύσκολα χρόνια. Τα παλεύαμε όμως χωρίς φόβο. Με την ορμή και το θράσος της ηλικίας που σε κάνει να νοιώθεις τον κόσμο στα πόδια σου και συ έτοιμος να τον κατακτήσεις.
Συναντηθήκαμε μέσα από τα τραγούδια του Μάνου και του Μίκη. Τα τραγουδούσαμε μαζί τα βράδια στις ταβέρνες συντροφιά τις πιο πολλές φορές με ένα ποτήρι κρασί και ένα μεζέ στο κέντρο του τραπεζιού ρεφενέ. Κι ήταν κάθε φορά μυσταγωγία. Μετά μάθαμε να τα μοιραζόμαστε όλα.
Το ίδιο ζευγάρι παπούτσια, το καλό πουλόβερ, το μοναδικό παλτό.
Και μεγαλώνοντας, τις αγωνίες, τους κρυφούς πόθους, τα όνειρα, τους νεανικούς έρωτες. Μα πάνω απ’ όλα το πιάτο το φαγητό που με τόση αγάπη μας πρόσφεραν οι κοινές μας μάνες.
Δεν χωρίσαμε ούτε όταν ήρθε η ώρα να «υπηρετήσουμε την πατρίδα». «Παρουσιάστηκε» πρώτος ο Ανδρέας και εγώ τον συνόδευσα μέχρι την πύλη του στρατοπέδου. Και ήμουν πάντα εκεί, κάθε φορά που έβγαινε. Είχαμε βλέπετε δώσει όρκο ότι οι στίχοι του Νιόνιου «σαν βγω από αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει…» που τόσο μας άρεσε να τραγουδάμε, δεν θα συνέβαινε σε εμάς. Ήμουν εκεί να τον περιμένω και την τελευταία φορά που βγήκε με το απολυτήριο στο χέρι…
Οι δρόμοι μας χώρισαν σιγά- σιγά όταν κάναμε οικογένεια. Δεν είχαμε πια να νοιαζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας.
Οι υποχρεώσεις μεγάλωσαν, ήρθαν τα παιδιά και έγιναν και για τους δυο πρώτη προτεραιότητα. Η μάχη για την επιβίωση καθημερινή, δεν άφηνε περιθώρια.
Οι επαφές μας αραίωσαν. Έγιναν τυχαίες.
Πού και πού τα λέγαμε στο τηλέφωνο. Έτσι για να μαθαίνουμε τα νέα ο ένας του άλλου. Τα χρόνια κύλησαν.
Μέχρι, που ο Τάκης και η Ηρώ, έγιναν αφορμή να ξαναβρεθούμε. Θυμηθήκαμε πάλι τα παλιά. Τα δικά μας όμορφα νεανικά χρόνια. Καλέ μου φίλε, η νοσταλγία ντύνεται πάντα ωραία. Δεν συμφωνείς;…