Η Γκόλφω: Πάντα γλυκιά και επίκαιρη
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”34789″ img_size=”full”][vc_column_text]Άρθρο του Ιωάννη Κάνδυλα, Διευθυντής Καρδιολόγος Μ.D, PhD, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών
Πέρασαν πολλές δεκαετίες αφ’ ότου ο Περεσιάδης δημιούργησε τούτο το ειδύλλιο, ίσως ως μίμηση των «Ειδυλλίων» του Θεοκρίτου. Κι από πάνω του πέρασαν στρατεύματα ποιημάτων, πεζών λογοτεχνικών Κειμένων, θεατρικών έργων, τα πλείστα των οποίων ξεχάστηκαν. Όμως, τούτο το ειδύλλιο,σαν απλό λουλουδάκι του αγρού, ανθίζει ταπεινά κάθε εποχή και, σε κάθε ευκαιρία, αναδύεται στο θεατρικό προσκήνιο και ανταλλάσσει εγκάρδιο χαιρετισμό με τις αγνότερες διαθέσεις της ψυχής μας.
Και τούτο το σπάνιο φαινόμενο, πρέπει να αποδοθεί στην ομορφιά της πιο αγνής ζωής που κάποτε άνθισε στις πλαγιές του Χελμού, του Ερυμάνθου του Ταϋγέτου… δηλ. της βουκολικής. Και πλήθος πανέμορφων τραγουδιών , χορικών και του τραπεζιού, αποτύπωσαν στην απλή στιχουργική και μουσική τους αναπνοή, χαρές και ονειρέματα, καημούς και καρδιοχτύπια , αλλά και θρήνους και αναστενάγματα ανθρώπων της στάνης, του ποταμιού, της λαγκαδιάς…
Η Γκόλφω , ένας πολυαγάπητος θρύλος του Χελμού , εκεί που φαίνεται ν’ αναβλύζει αθάνατο νερό, το οποίο γεύτηκε μονάχα η αγάπη, μονάχα εκείνη κι έμεινε αθάνατη…και κανένας από εμάς… Εμείς, «ας αγαπούμε αδιάκοπα λοιπόν, ας αγαπούμε…εμείς και ο χρόνος που ποτέ λιμάνι δεν θα βρούμε, κυλά με τη ζωή» όπως έγραψε ο Γάλλος ποιητής Α. Lamartine… Ίσως, γι’ αυτό, η Γκόλφω θα μας ξυπνάει ανόθευτα συναισθήματα ουράνιας ομορφιάς και, κάθε φορά, θα ζούμε το δράμα της μαζί με του Τάσου τοαυτοκτονικό το μαχαίρωμα.
Όχι δάκρυα για τούτο το ειδυλλιακό ζευγάρι: Μονάχα , αν κάποτε περιπατήσουμε στις πλαγιές του Χελμού, εκεί, πάνω στο μονοπάτι κατά την πηγή της Στυγός, ας ψιθυρίσουμε το νοσταλγικό της μνημόσυνο: «Πού ‘σουνα Γκόλφω, καημένη Γκόλφω…»Και εκείνη, πάντα καλόψυχη και απλοϊκή, πριν από δύο χρόνια , μας απάντησε: « Εδώ ʼμαι φίλοι μου αγαπημένοι, εδώ στην Αθήνα, στο Εθνικό Θέατρο»Και επήγαμε εκεί. Και… Ω! Θεέ μου, τι παραμόρφωση ήταν εκείνη…Σκηνοθεσία του ηθοποιού Ν. Καραθάνου που είχε την απίστευτη έμπνευση να ξετυλίξει μιάν ιερή βουκολική θυσία ανάμεσα από σακκούλες σκουπιδιών! Και, τότε, δακρύσαμε για το κατάντημα του ειδυλλίου εξ αιτίας ενός σκηνοθετικού παραληρήματος…
Και επήγαμε στην παράσταση του Πύργου με την ελπίδα, στην όμορφη σκηνική λοφοπλαγιά, να παρασταθούμε στη θυσία των δύο παιδιών του καημού… Ασφαλώς, η παράσταση του Πύργου ήταν πολύ περισσότερο επεξεργασμένη από εκείνο το κατάντημα του Εθνικού. Και, μακάρι να μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε μία βραβευμένη μαρτυρία για αυτή την πραγματικά φιλότιμη προσπάθεια… Όμως, και εδώ η σκηνοθέτρια δεν κατόρθωσε να θυσιάσει τις προσωπικές της φιλοσοφίες αφήνοντας στο κοινό ένα έργο αυθεντικό: Δυστυχώς, και αυτή λησμόνησε πως τα θεατρικά και άλλα έργα δεν γράφονται για κάποιους στυλιζαρισμένους κριτικούς αλλά αποκλειστικά για το κοινό. Και είναι τούτο το τελευταίο που ο λόγος του μετράει και συντηρεί με την παρουσία του ή κατεβάζει αποφασιστικά το έργο.
Δυστυχώς, εμείς, « οι λαϊκοί», ακούσιοι δέκτες της όποιας παραμόρφωσης Κειμένου, ενδυμασίας, κίνησης, καταπίνουμε την όποια σκηνική εκτροχίαση σαν άγευστο ξεθυμασμένο κρασί… Πότε, επί τέλους, θα κατανοήσουν οι πλείστοι φαντασιοκόποι σκηνοθέτες πως δεν σκηνοθετούν για τον εαυτό τους ή, για ελάχιστους μικρόψυχους κριτικούς; Και, ας μου επιτραπεί να κρίνω, όχι ως κριτικός, αλλά ως «λαϊκός» θεατής, άμεσος δέκτης του σκηνικού κατασκευάσματος: Καθόλου δεν κατανόησα εκείνες τις μάσκες: Σαν οι ηθοποιοί κάτι να ήθελαν να αποκρύψουν αλλά, τι; Τίποτε, μόνον προκαλούσαν καθώς μόνον απέχθεια και σύγχυση δημιουργούσαν με την αποκρουστική τους εμφάνιση σε κρίσιμες στιγμές του θεατρικού δράματος. Και, εκείνο το άψυχο παιχνίδι της εναλλαγής προσώπων;
Να υποθέσουμε πως ήταν θέμα έλλειψης ηθοποιών; Ευτυχώς, υπήρχε πλήρης επάρκεια. Μία αντιπαθητική εναλλαγή που την πρωτοείδαμε πρόσφαταστην κερδοσκοπική παράσταση «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» από κάποιο θεατρικό μπουλούκι. Ένα άκομψο επινόημα που έκοβε την γαλήνια ψυχική πορεία του θεατή άστοχα και επώδυνα. Φανταστείτε ένα ωραίο τραγούδι που τραγουδιέται από τρείς ή τέσσερεις τραγουδιστές , από ένα τετράστιχο κάθε ένας… Και να ήταν μόνον αυτό…. Ο πρώτος Τάσος, λεβέντης νεαρός, όπως άρμοζε στο δρώμενο, αφού αντικαταστάθηκε 2 φορές, κατάληξε στην τελική και πλέον κρίσιμη σκηνή της αυτοκτονίας, στον μεσήλικα ( περίπου 50ετή) Τάσο που, ασφαλώς, αποτέλεσε τη χαριστική βολή στην ασυμφωνία ρόλων και προσώπων.
Τελειώνοντας, θα θέλαμε να σταθούμε στην απαγγελία των ερασιτεχνών-ηθοποιών και να αναγνωρίσουμε πως κατάβαλαν κάθε προσπάθεια και τους αξίζει κάθε έπαινος καθώς το Κείμενο κυλούσε άνετα στη γλώσσα τους.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]