Η «άλλη μέρα»
Συνήθιζε από χρόνια κάθε που βράδιαζε γυρνώντας από το χωράφι, να ξαποσταίνει για λίγο στο καφενείο του χωριού. Καθισμένος πάντα στην ίδια απόμερη γωνιά ξεφύλλιζε βουβά την εφημερίδα, ρουφούσε μια τζούρα από το τσίπουρο του και ψευτοάκουγε το βραδινό δελτίο από το «κουτί» ψηλά στον αντικρινό πάγκο.
Σπανίως συμμετείχε στις συζητήσεις των συγχωριανών του, μονάχα σαν του απευθύνανε καμία ερώτηση, απαντούσε μονολεκτικά για να τους κόψει την όρεξη για περισσές κουβέντες.
Κι όμως, υπήρξε μια εποχή που είχε απαρνηθεί τη βουβού του στάση. Ήταν τότε που άλλαξε η κυβέρνηση και οι αρχόντοι του χωριού μαζί με τους παρατρεχάμενους τους είχαν λουφάξει φοβισμένοι πως θα’ ρθει ο κόσμος ανάποδα και αυτοί το ξέρανε πως είχαν λερωμένη τη φωλιά τους. Τότε μαθές είχε ξεσπαθώσει. Αγόρευε ορθός καταμεσής του μαγαζιού με θέρμη γιατί πίστεψε πως είχε έρθει η ώρα να αλλάξουνε τα πράγματα. Πανηγύρισε σα μικρό κοπέλι την εκλογική νίκη και το αποτέλεσμα στο δημοψήφισμα. Μέχρι που ήρθαν οι κατοπινές εξελίξεις και του πήραν πάλι τη φωνή. Σαστισμένος έβλεπε παλιούς «οχτρούς» να βαφτίζονται φίλοι. Αμήχανος άκουγε πως έπρεπε να βάλει πάλι πλάτη για να συνεχιστεί η ίδια και απαράλλαχτη με πριν κατάσταση. Άσε που ξανασήκωσαν κεφάλι οι «κεφάλες» του χωριού. Με τα πολλά ξαναγύρισε στη γωνίτσα του να πίνει βουβός κάθε βράδυ το τσιπουράκι του. Έτσι για να ξαποσταίνει με την πλάτη ακουμπισμένη στο τοίχο, να παίρνει δύναμη για το αύριο. Χωρίς να γνωρίζει αν υπάρχει πια ελπίδα να ξημερώσει μια «άλλη μέρα»…