FOLLOW US: facebook twitter

Υπάρχει άλλος δρόμος;

Ημερομηνία: 12-11-2019 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Κοινωνία, Νέα
Του Διονύση Τεμπονέρα*

Μετά τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ που έκριναν αντισυνταγματικές ορισμένες από τις διατάξεις του ν.4387/2016, γνωστού και ως «νόμου Κατρούγκαλου», γίνεται μεγάλη συζήτηση για το ύψος των εισφορών που θα κληθούν να πληρώσουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι.

Σύμφωνα με όσα διαρρέουν στον Τύπο, το ύψος της ελάχιστης εισφοράς, που σήμερα κυμαίνεται στα 185 ευρώ τον μήνα και πληρώνεται από το 83% και πλέον των ελεύθερων επαγγελματιών, αναμένεται να αυξηθεί λίγο πάνω από τα 210 ευρώ ανά μήνα. Παράλληλα πρόκειται να δημιουργηθούν προαιρετικές ασφαλιστικές κλάσεις (όπως ίσχυαν και παλιότερα), αποσυνδεδεμένες από το φορολογητέο εισόδημα του επιτηδευματία.

Ανάμεσα στις επαγγελματικές ενώσεις κυριαρχεί η άποψη πως η ελάχιστη εισφορά θα πρέπει να μειωθεί περαιτέρω ή τουλάχιστον να μην αυξηθεί και κυρίως να μη λειτουργήσει σαν επιπλέον φόρος, επιβαρύνοντας δραματικά τους ασφαλισμένους. Αλλωστε το ΣτΕ δεν έκρινε ως αντίθετη στο Σύνταγμα τη σύνδεση της εισφοράς με το εισόδημα, αλλά είπε πως στον βαθμό που επιβαρύνει υπέρμετρα τον ασφαλισμένο παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον δεν δίνεται και σημαντικό ποσοστό ανταποδοτικότητας, στον υπολογισμό της σύνταξης.

Αυτό που διαφεύγει από όλους είναι η αδυναμία, τόσο του προηγούμενου νόμου όσο και των νέων ρυθμίσεων που προωθεί η κυβέρνηση, σε σχέση με την προσδοκώμενη σύνταξη που θα λάβουν οι ασφαλισμένοι. Και αυτό είναι που πρέπει να ανησυχεί άπαντες, διότι οι παροχές-συντάξεις που λαμβάνουν ως ώριμα δικαιώματα οι ελεύθεροι επαγγελματίες κάθε λογής, στην παρούσα φάση, σε ποσοστό 90% και πλέον, υπολογίζονται με τις αυξημένες εισφορές που έχουν καταβληθεί με τις ασφαλιστικές κλάσεις που ίσχυαν πριν από τον «νόμο Κατρούγκαλου»!

Για παράδειγμα, ένας επαγγελματίας του πρώην ΤΕΒΕ (νυν ΟΑΕΕ-ΕΦΚΑ) με 40 έτη ασφάλισης βλέπει τις συντάξιμες αποδοχές του να αγγίζουν τα 1.412 ευρώ, κυρίως γιατί οι μήνες από το 2002 έως το 2016 (δηλαδή πριν από την ισχύ του νόμου 4387/2016) υπολογίζονται με τις εισφορές που άγγιζαν τα 900 ευρώ ανά δίμηνο με το παλιό σύστημα. Με ποσοστό αναπλήρωσης 42,8% λαμβάνει 604 ευρώ ανταποδοτική σύνταξη και 384 ευρώ εθνική σύνταξη και έτσι φτάνει στο ποσό των 988 ευρώ σήμερα.

Και αν το ποσό αυτό φαίνεται μικρό, ας δούμε τι θα λάβει με τα σημερινά δεδομένα ο ίδιος ελεύθερος επαγγελματίας που ξεκινά την ασφάλιση το 2017 και θα λάβει σύνταξη πληρώνοντας την ελάχιστη εισφορά, ύστερα από 40 έτη ασφάλισης, δηλαδή το 2057.

Οι συντάξιμες αποδοχές του διαμορφώνονται στα 835 ευρώ και με ποσοστό αναπλήρωσης 42,8% θα λάβει μόλις 357 ευρώ ανταποδοτική σύνταξη και με εθνική 384 ευρώ, η σύνταξή του φτάνει στα 741 ευρώ. Και αυτό με ασφάλιση 40 ετών!

Δηλαδή ο ίδιος επαγγελματίας έπειτα από 40 έτη θα λάβει 257 ευρώ λιγότερη σύνταξη, έχοντας καταβάλει βέβαια την ελάχιστη εισφορά σε όλο τον ασφαλιστικό του βίο.

Αντίστοιχα επαγγελματίας με 30 έτη ασφάλισης λαμβάνει σήμερα 776 ευρώ σύνταξη, ενώ αν ξεκινούσε την ασφάλιση και τελείωνε καταβάλλοντας την κατώτατη εισφορά, θα λάμβανε σύνταξη 616 ευρώ, δηλαδή 160 ευρώ λιγότερα.

Σημειωτέον ότι στα ανωτέρω δεν λαμβάνονται υπόψη η αύξηση του κατώτατου μισθού (που βέβαια κανείς δεν ξέρει αν και πότε θα έρθει) και η αύξηση του ΑΕΠ, που σε κάθε περίπτωση μπορούν να επηρεάσουν θετικά το ύψος των παροχών.

Και εδώ είναι ο πυρήνας του προβλήματος. Η τακτική αυτή αναμένεται να οδηγήσει σε ένα αίτημα από τη βάση των ασφαλισμένων, που ήδη έχει κάνει την εμφάνισή του και εμπεριέχεται στη φράση «και γιατί να πληρώνω, σάμπως θα πάρω ποτέ σύνταξη;».

Αυτή η απαξίωση της κοινωνικής ασφάλισης είναι και ο μεγαλύτερος κίνδυνος και δυστυχώς φαίνεται ότι δεν απασχολεί κυρίως το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αλλά και τις επαγγελματικές ενώσεις, που θα πρέπει να συμβάλουν με προτάσεις σε μια κατεύθυνση που θα εξασφαλίζει και αξιοπρεπείς παροχές, αλλά θα επιτρέπει και στους επαγγελματίες να διατηρούν βιώσιμες τις επιχειρήσεις τους.

Αποψή μας είναι πως το υπάρχον σύστημα εισφορολόγησης είναι κοινωνικά δίκαιο και ορθό, αν και επιδέχεται σημαντικές βελτιώσεις (ποσοστά αναπλήρωσης, επέκταση της βάσης υπολογισμού στο σύνολο του βίου και όχι μόνο από το 2002 και μετά κ.λπ.).

Η ασφαλιστική εισφορά, σύμφωνα με το ΣτΕ, συνιστά δημόσιο βάρος που λειτουργεί ως δαπάνη για τη στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης και δεν είναι φόρος.

Το πρόβλημα είναι κατά βάση φορολογικό και όχι ασφαλιστικό. Η εξοντωτική φορολόγηση (ΕΝΦΙΑ, τέλος επιτηδεύματος, προκαταβολή φόρου, ύψος ΦΠΑ, φορολογικοί συντελεστές για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα κ.λπ.) δημιουργεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Και ναι, η σύνδεση της ασφαλιστικής εισφοράς με το εισόδημα εφαρμόζεται σε αρκετές χώρες της Ε.Ε., άρα δεν κάναμε κάτι πρωτόγνωρο και στην Ελλάδα. Η αδυναμία όμως των αρχών να εντοπίσουν τον μεγάλο πλούτο, να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής και να οικοδομήσουν φορολογική και ασφαλιστική συνείδηση «ξεσπάει» στα θεμέλια του κοινωνικού κράτους, που ναι μεν συνιστά μια σημαντική επιβάρυνση, αλίμονό μας όμως αν φτάσουμε να συρρικνώσουμε τον θεσμό ή και να αμφισβητήσουμε τη χρησιμότητά του…

Συμπερασματικά το ασφαλιστικό στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται δυστυχώς ως πρόβλημα παροχών, ενώ η συζήτηση στον δημόσιο λόγο οφείλει να επικεντρωθεί στην ανάγκη χρηματοδότησης του συστήματος με πόρους, που δεν μπορούν να εξαντλούνται μόνο στον… μελλοντικό ορυκτό πλούτο. Μόνο έτσι θα καταλήξουμε στη διατήρηση αξιοπρεπών συντάξεων για τις σημερινές και μελλοντικές γενιές. Προτάσεις χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης υπάρχουν, αλλά αυτό θα το αναπτύξουμε σε επόμενη αρθρογραφία μας.

*Δικηγόρος-εργατολόγος


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος