FOLLOW US: facebook twitter

Τι έφερε το ευρώ στην Ελλάδα μετά από 20 χρόνια

Ημερομηνία: 04-01-2019 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Νέα, Οικονομία

Είκοσι χρόνια κλείνουν από την ημέρα που το ευρώ έκανε για πρώτη φορά την εμφάνιση του, αρχικά μόνο με λογιστική μορφή στις συναλλαγές, ως το νέο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Η 1η Ιανουαρίου 1999 σηματοδότησε την απαρχή της Νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης, η οποία είχε κριθεί απαραίτητη για την πιο αποτελεσματική λειτουργία της Ενιαίας Αγοράς και την μεγιστοποίηση των ωφελειών που προέκυπταν από αυτήν. Ταυτοχρόνως οι θιασώτες της Νομισματικής Ένωσης υποστήριζαν ότι η δημιουργία της θα συνέβαλλε στην ταχύτερη σύγκλιση των οικονομιών της Ευρώπης, στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και εν τέλει στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση.

Σήμερα το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα δέχεται ισχυρούς κλυδωνισμούς τόσο στο εσωτερικό του από το διαρκώς αυξανόμενο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα, όσο και στο εξωτερικό με την αποχώρηση της Μ.Βρετανίας από την ΕΕ (Brexit). Τα οφέλη από τη δημιουργία του ευρώ, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στα μέτωπα της συναλλαγματικής σταθερότητας, της σταθερότητας των τιμών και της οικονομικής ανάπτυξης, δεν επιμερίστηκαν ισομερώς σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, ενώ κάποια από αυτά, όπως η Ελλάδα, δεν κατάφεραν τελικώς να συγκλίνουν τις οικονομίες τους. Το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων το 2017 έχει υποχωρήσει στα 17.386 ευρώ από τα 18.205 ευρώ που ήταν σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας το 2001, τη χρονιά δηλαδή που η χώρα μας εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ.

Για την Ελλάδα η ώρα του ευρώ σήμανε το 2000, οπότε το Συμβούλιο απεφάνθη ότι χώρα πληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Έτσι η χώρα εισήλθε στη ζώνη του ευρώ την 1η Ιανουαρίου του 2001.

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ την 01/01/2001 αποτελεί αναμφίβολα ένα σημαντικό σταθμό στην ιστορία της χώρας. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της μακρόχρονης πορείας ονομαστικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την επίτευξη της πολυπόθητης πραγματικής σύγκλισης με την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής. Ένα χρόνο αργότερα, την 1η Ιανουαρίου του 2002, το ευρώ έκανε την εμφάνιση του σε φυσική μορφή με κέρματα και τραπεζογραμμάτια. Έως τις 3 Ιανουαρίου 2002, το 96% όλων των αυτόματων ταμειακών μηχανών (ΑΤΜ) στη ζώνη του ευρώ έδιναν χαρτονομίσματα ευρώ. Και μέσα σε μία εβδομάδα από την εισαγωγή του, περισσότερες από τις μισές συναλλαγές μετρητών πραγματοποιούνταν σε ευρώ. Η αλλαγή νομίσματος ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο μήνες. Τα εθνικά χαρτονομίσματα και κέρματα έπαψαν να αποτελούν νόμιμο χρήμα στα τέλη Φεβρουαρίου του 2002 το αργότερο, και νωρίτερα σε μερικά κράτη μέλη.

Η πορεία του ευρώ στη διάρκεια της εικοσαετίας δεν ήταν ευθύγραμμη. Η ευρωζώνη στη διάρκεια αυτών των χρόνων αυτών -κυρίως στην πρώτη δεκαετία- κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο με ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Είναι ενδεικτικό ότι το ΑΕΠ της ευρωζώνης από την μείωση του 0,4% που εμφάνισε το 1995 κατόρθωσε να αυξηθεί με ρυθμό 4% το 2000. Στο δεύτερο όμως μισό της δεκαετίας βίωσε τη χειρότερη χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση από το 1930, με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται μονό στη διάρκεια μίας χρόνιας, το 2009, κατά 4,34%.

Ταυτοχρόνως, ο συνδυασμός της ενιαίας αγοράς με το ένα κοινό νόμισμα έδωσαν σημαντική ώθηση στο ενδοκοινοτικό εμπόριο το οποίο από 13% του ΑΕΠ το 1992 έφθασε στο 20% σήμερα.

Βέβαια το εγχείρημα της νομισματικής ένωσης, και το αίσθημα της σταθερότητας που εδραιώνεται από αυτή την μακροχρόνια διαδικασία, δεν είναι ικανό από μόνο του να οδηγήσει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε ικανοποιητικό επίπεδο απασχόλησης. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι σε πρόσφατη ομιλία του παραδέχθηκε ότι ενώ ορισμένες χώρες,  κατόρθωσαν να περιορίσουν το χάσμα που τους χώριζε με την ΕΕ, άλλες χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία μετά την ένταξη τους απέτυχαν να γεφυρώσουν αποτελεσματικά την απόσταση που τις χώριζε εξ αρχής από τα πιο ανεπτυγμένα κράτη μέλη.

Το γεγονός αυτό άλλωστε αντανακλάται στη δυσαρέσκεια των πολιτών, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Ευρωβαρόμετρο, οι οποίοι θεωρούν ότι η ζωή τους έχει επιδεινωθεί μετά την ένταξη της χώρας στο ευρώ. Σύμφωνα λοιπόν με τα ευρήματα της έρευνας αυτής που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ποσοστό των Ελλήνων που εμφανιζόταν επαρκώς ικανοποιημένο (fairlysatisfied) από 52,65% το 1999 υποχώρησε στο 42% το 2018. Αντιθέτως το ποσοστό που δήλωναν ότι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι έφθασε φέτος στο 17,18% από 6,79% αντιστοίχως. Η Ελλάδα, η οποία επλήγη περισσότερο από όλες τις υπόλοιπες της ΕΕ από την κρίση είναι μία από τις λίγες χώρες της ΕΕ όπου καταγράφονται υψηλότερα ποσοστά δυσαρέσκειας μετά την έναρξη στο ευρώ.

Οι Έλληνες 20 χρόνια μετά την έλευση του ευρώ δεν είναι μόνο πιο φτωχοί, συγκρίνοντας το κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά και από τους πλέον υπερχρεωμένους πολίτες στη ζώνη του ευρώ. Την αποκλίνουσα εικόνα της ελληνικής οικονομίας, συμπληρώνει το υψηλό ποσοστό ανεργίας. Το χρέος των νοικοκυριών υπερτριπλασιάστηκε καθώς από το 37,5% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2001 (σύμφωνα με τα στοιχειά του ΟΟΣΑ) ξεπέρασε το 114% το 2017. Αν στις οφειλές των νοικοκυριών προστεθούν και αυτές των επιχειρήσεων τότε το χρέος των ιδιωτών αγγίζει πλέον το 137% της οικονομικής δραστηριότητας.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος