FOLLOW US: facebook twitter

Θεόδωρος Κόλλιας: Ο παππούλης μας ο Γέρο-Λίας

Ημερομηνία: 25-12-2019 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Κοινωνία, Νέα

Ο παπούλης μας ο Γέρο-Λίας, πατέρας της μάνας μου της Ελένης ήταν ένας άνθρωπος που όλοι, συγγενείς, φίλοι και πατριώτες λένε το όνομά του και φυλάνε σταυρό. Με την κυρά του την Μαν(ρ)θούλα και τα τέσσερα παιδιά τους, Γιώργος, Φωτούλα, Ελένη και Τάσος έμεναν  σε ένα πλίθινο χαμόσπιτο -τη γνωστή χαμοκέλα- δίπλα ακριβώς από το θρυλικό   πηγάδι του Γιαννίτσα, από το οποίο πήρε και το όνομα του το χωριό, το Γιαννιτσοχώρι, εκεί κοντά στο 1938.

Δεν περνούσε κανείς ξένος από το χωριό που να μην τον φιλοξενούσε στη χαμοκέλα ο Γέρο-Λίας. Το πάτωμα μπορεί να ήταν γλίνα, αλλά η καρδιά του παππού τεράστια και στο φανάρι στον τοίχο επάνω  από την κασέλα, για να μη φτάνουν τα τσορομπίλια, κάτι ψιλοφαγώσιμο  θα υπήρχε και στη μαλάθα δίπλα κανά ξεροκόμματο. Στο κάτω-κάτω λίγο  πλιγούρι από το κόσκινο στο τέντζερη και πάνω στη σιδεροστιά στο άψε-σβήσε ήταν έτοιμο. Καμιά βολά βρισκόταν και καμιά φέρσα στο κιούπι. Άντε και δυο τρία ποτήρια κρασί  διαμάντι δίπλα στο παραγώνι, ακουμπισμένοι στην κασέλα κι όλα τα ντέρτια και τους καημούς τους έπαιρνε η ορμητική Νέδα. Το θρυλικό ποτάμι που όταν άφηνε το γεφύρι στα Πλατάνια εξαγνιζόταν στο τούνελ κοντά στο Στόμιο και έπεφτε στον κάμπο ξεκουλουριασμένη και πότε ήρεμη και πότε θολή, κατεβασμένη και ντούρα, ανάλογα με τα θελήματα του καιρού, μέχρι που αγκαλιαζόταν με τη θάλασσα και φιλιόντουσαν. Το καλοκαίρι εντάξει, ήρεμες και καλοσυνάτες και οι δυο. Ο φλοίσβος και η γαλήνη! Ο Γέρο Λίας και η Μαρθούλα! Τον χειμώνα όμως που η μια κατεβαίνει ορμητική και άγρια, με ριζιμιά λιθάρια και ξεριζωμένα δένδρα και η άλλη περιμένει και ανοιγοκλείνει το τεράστιο τόμα  της, γεμάτο  άσπρους  αφρούς, με μανία σαν τέρας, όπως έρχονται τα θεόρατα  κύματα, πώς γίνεται η αγκαλιά; Η αντρειωμένη  θάλασσα πάντα είναι το αφεντικό, όποτε αυτή γουστάρει και επιτρέπει. Σε μεγάλους θυμούς και αντάρες η Νέδα πισωπατά λιμνάζοντας στην αμμουδιά. Εκεί προσμένει το κέλευσμα που έρχεται όταν η θάλασσα ξεθυμάνει. Συχνά αυτή ανεβαίνει και όλα τα κάνει λίμπα. “Βγήκε η θάλασσα ακούγαμε” από μικροί.

Πάμε όμως στον παππού γιατί μου φαίνεται μας παρέσυρε η Νέδα.

Λοιπόν πολλά θυμάμαι από τον Γέρο Λια και την χαμοκέλα.

Μπροστά στην χαμοκέλα ήταν μια μεγάλη μουριά [ακόμα είναι η φύτρα της] και δίπλα είχαν το ληνό, στον οποίο κάθε χρόνο, στον τρύγο πατούσαν τα μαύρα-άσπρα σταφύλια που τα μετέφεραν από το χωράφι με δυο κόφες φορτωμένες  στο γαιδούρι  Σε λίγο από τον μυρωδάτο μούστο γέμιζαν και έκλειναν το μεγάλο βαρέλι με ρετσίνι γύρω από το βούλωμα αφού εν τω μεταξύ έφτιαχναν τη μουσταλευριά.   Κοντά σε ένα μήνα ο άκρατος οίνος ήταν έτοιμος. Διαμάντι, νέκταρ των Θεών,  που το μετέδωσε ο Διόνυσος στους ανθρώπους. Να είναι καλά όπου και να είναι!

Στη μνήμη μου είναι χαραγμένη η εικόνα του παππού με την ψάθινη καπελαδούρα, τη ντρίτσα  του, πότε να κάθεται με το ένα πόδι πάνω στο άλλο μισοξαπλωμένος στον κρεββάτι με τις σανίδες και το αχυρένιο στρώμα ή περπατώντας με εκείνη τη μαγκούρα, χρόνια και χρόνια πέρα δώθε στην αγορά.

Αξίζει να αναφέρω και τρία ωραία …κουσούρια, αυθεντικά της υλικότητας του ψυχισμού του:

α] Είχε μόνιμα συχνές καούρες, παθογνωμικό σύμπτωμα της παλινδρόμησης του οισοφάγου. Αλλά που τότε τέτοια γνωμάτευση και θεραπεία. Οπότε μέρα παρά μέρα πήγαινε στο ψιλικατζίδικο του Πέτρου του Κουκούση και της Πηγούλας, που ήταν πιο πέρα στην αγορά και έπαιρνε δέκα καραμέλες με τις οποίες ανακουφιζόταν, όπως έλεγε. Θυμάμαι και γελάω ακόμη, που κάποια μέρα τον ρώτησα:

“Γιατί δεν πας, ρε παππού,  στον Αριστάκο, που τον έχεις και κουνιάδο;”

Και μου είπε:

“Παιδάκι μου ο Πέτρος ξέρει και τις παραγγέλνει στην Αθήνα”

β]  Εκείνα τα αλλοτινά χρόνια είχε το μαγαζί ο Πατέρας μου, σούπερ μάρκετ σε εκείνη την εποχή, συν καφενείο και καμιά φορά έδινε στον πεθερό του δυο λουκούμια και του ΄λεγε:

“Το ένα για σένα και τ΄άλλο για τη γριά σου” Ο Γέρο Λίας μέχρι να πάει σπίτι του, κοντά στα 80 μέτρα περίπου, το ένα το καταβρόχθιζε, οπότε όταν έφθανε στο σπίτι έλεγε στη γιαγιά:

“Γριά Ο Νίκος μου έδωσε δυο λουκούμια, θέλεις;” Όταν η γιαγιά   Μαρθούλα τού έλεγε όχι, κλαπούτιζε  και τ΄άλλο νόμιμα και εν μέρει δικαιολογημένα. Η πλάκα ήταν όταν του έλεγε ναι, τότε της έλεγε: “Ε τότε πάρε το μισό¨ και έτσι απαλλοτρίωνε και το άλλο μισό και έκανε την πάπια!

γ] Στα τελευταία χρόνια που έχασε τη γριά του, είχε αράξει στην κοσμάρα του. Δε ήξερε ούτε πόσα παιδιά είχε. Πήγαινε η μάνα μου και του ‘λεγε : “Ρε πατέρα ποια είμαι εγώ;”   “Ξέρω γω, από τον Αλιά δεν είσαι;”

Ο παππούς λοιπόν ο Γέρο Ηλίας το είχε καμάρι ότι έκανε στο στρατό 7 ολόκληρα χρόνια. 4 στον Α΄παγκόσμιο πόλεμο και 3 στην Μικρά Ασία, την πιο ανόητη πολεμική ενέργεια από καταβολής ελληνικού κράτους, για την κόκκινη μηλιά, τη Μεγάλη Ιδέα. Άρχιζε και τελείωνε πρώτα την τρελή πορεία μέχρι το Εσκί Σεχίρ και το φαλάγγι που τους πήραν οι τσέτες του Κεμάλ και μετά καπάκι τη φονική μάχη στο Κιλκίς με τους Βουλγάρους. Αυτά τα δυο ήταν τα κυρίαρχα  σήμαντρα της μνήμης του. Είχε κορώνες στην κεφαλή του και  τις έλεγε και τις ξαναλεγε δυο κατορθώμτα:

«Σώθηκα γιατί ποτέ δεν μαγαρίστηκα με πουτάνες, που πήγαιναν όλοι οι άλλοι» και

«Πήγαινα και έδινα νερό με το παγούρι μου σε τραυματίες Βουλγάρους, παρά τον κίνδυνο να με τιμωρήσουν οι αξιωματικοί μας κάτι σκληρόπετσοι Κρητικοί. Αλλά και όταν πολεμούσαμε, έριχνα στον αέρα και παρακαλούσα το Θεό να μη σκοτώσω άνθρωπο….»

Αιωνία σου η μνήμη ρε παπού Γέρο-Λία λεβέντη και καραμπουζουκλή!!!

Θεόδωρος Κόλλιας

Διαχειριστής του yannitsochori.blog.spot


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος