Ο πλατυκέφαλος αγριόγατος συγκαταλέγεται στα πιο σπάνια και απειλούμενα αιλουροειδή παγκοσμίως, με περίπου 2.500 ενήλικα άτομα να απομένουν στη φύση
Ο πλατυκέφαλος αγριόγατος, ένα από τα πιο σπάνια άγρια αιλουροειδή στον κόσμο, εντοπίστηκε ξανά στην Ταϊλάνδη έπειτα από σχεδόν 30 χρόνια, σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές και μία περιβαλλοντική οργάνωση.
Η τελευταία επιβεβαιωμένη καταγραφή του είδους στη χώρα χρονολογούνταν από το 1995. Η επανεμφάνισή του προέκυψε από οικολογική έρευνα που ξεκίνησε πέρυσι, με τη χρήση καμερών-παγίδων στο καταφύγιο άγριας ζωής Princess Sirindhorn.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, οι κάμερες κατέγραψαν τον πλατυκέφαλο αγριόγατο 29 φορές. Δεν είναι ακόμη σαφές πόσα άτομα αντιστοιχούν στις καταγραφές, καθώς το είδος δεν διαθέτει διακριτικά μοτίβα στο τρίχωμα που να επιτρέπουν εύκολη ταυτοποίηση. Οι ερευνητές, ωστόσο, εκτιμούν ότι τα ευρήματα υποδηλώνουν σχετικά αυξημένη παρουσία του είδους στην περιοχή.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται σε πλάνα που δείχνουν θηλυκό άτομο με μικρό, στοιχείο που θεωρείται σπάνιο και ενθαρρυντικό για ένα είδος που γεννά συνήθως ένα μόνο μικρό και αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες αναπαραγωγής λόγω του κατακερματισμού των ενδιαιτημάτων του.
Ο πλατυκέφαλος αγριόγατος συγκαταλέγεται στα πιο απειλούμενα αιλουροειδή παγκοσμίως. Εκτιμάται ότι στη φύση ζουν περίπου 2.500 ενήλικα άτομα. Απαντάται αποκλειστικά στη Νοτιοανατολική Ασία και συνδέεται στενά με υγροτοπικά οικοσυστήματα, όπως τυρφώδεις βάλτους και μαγκρόβια δάση γλυκού νερού, τα οποία έχουν υποστεί εκτεταμένη υποβάθμιση.
Ερευνητές επισημαίνουν ότι η επανεύρεση του είδους αποτελεί θετική εξέλιξη, αλλά μόνο την αφετηρία για πιο συστηματικές προσπάθειες προστασίας. Όπως σημειώνουν, το κρίσιμο ζήτημα είναι πώς θα διασφαλιστεί η επιβίωσή του σε βάθος χρόνου, σε περιοχές όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα συνεχίζει να πιέζει τα φυσικά οικοσυστήματα.
Το είδος έχει καταγραφεί επίσης στη Μαλαισία, τη Σουμάτρα και το Βόρνεο. Τρέφεται κυρίως με ψάρια, βατράχια και γαρίδες, είναι νυκτόβιο και παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστο στους επιστήμονες, λόγω της σπανιότητάς του και της δυσκολίας πρόσβασης στους φυσικούς του βιότοπους.
Με πληροφορίες από CBS