FOLLOW US: facebook twitter

Σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Τάκη Σινόπουλου

Ημερομηνία: 26-04-2021 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Νέα, Πολιτισμός
-Η ζωή και το έργο του σπουδαίου Ηλείου ποιητή
Η συγκινητική ανάρτηση από τον γιατρό και συγγραφέα Ευ. Μαυρουδή

Ποιητής, γιατρός, μεταφραστής, κριτικός και ζωγράφος ο Τάκης Σινόπουλος συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης. Το έργο του είναι βαθύτατα συνυφασμένο με τις ιστορικές περιπέτειες της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, ενώ η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα συνδέεται άμεσα με τις ευρύτερες αναζητήσεις και την προσπάθεια συγκρότησης της ποιητικής γενιάς που εμφανίστηκε και έδωσε το κύριο έργο της στην περίοδο της Κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε το 1917 στην Αγουλινίτσα, αλλά ουσιαστικά μεγάλωσε στον Πύργο, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1920. Τέλη του 1934 εγκαταλείπει το επαρχιακό περιβάλλον του Πύργου και πηγαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και η Κατοχή καθυστερούν τις σπουδές του, τις οποίες καταφέρνει να ολοκληρώσει το 1944. Έχει ήδη υπηρετήσει ως βοηθός γιατρού τον Γενάρη του 1941, ενώ λίγο αργότερα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ως αντιστασιακός από τον ιταλικό στρατό στον Πύργο. Μετά την αποφοίτησή του υπηρετεί και πάλι στον στρατό ως λοχίας υγειονομικού και από τη θέση του έφεδρου ανθυπίατρου, στην οποία θα προαχθεί, θα συμμετάσχει στον Εμφύλιο στις γραμμές του Εθνικού Στρατού βιώνοντας από κοντά τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου και την αποστράτευσή του εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως γιατρός. Το 1972 παντρεύεται τη Μαρία Ντότα, πτυχιούχο αγγλικής φιλολογίας. Πεθαίνει στον Πύργο, ανήμερα του Πάσχα, στις 26 Απριλίου του 1981.

Το ποιητικό του έργο αριθμεί  15 αυτοτελείς συλλογές (και δύο συγκεντρωτικές) από το 1951 έως το 1999, από τις οποίες οι δύο εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Πρόκειται για τη συλλογή Το γκρίζο φως του 1982 (με ποιήματα που είχαν δημοσιευθεί δύο χρόνια νωρίτερα στο περιοδικό Εποπτεία) και για τη συλλογή Ποιήματα για την Άννα του 1999, μια σειρά ερωτικών ποιημάτων που γράφτηκαν το καλοκαίρι του 1963 και είναι αφιερωμένα στην Άννα Γεραλή. Παράλληλα, ο Σινόπουλος ασχολήθηκε με τη μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων, αλλά και δοκιμίων από τα γαλλικά και τα αγγλικά, δραστηριότητα που ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του 1930, ενώ κατά περιόδους κράτησε τη στήλη της βιβλιοκριτικής της ποίησης σε σημαντικά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του (Σημερινά ΓράμματαΚριτικήΕποχέςΗ Συνέχεια). Τέλος, από τη δεκαετία του 1960 και ύστερα από παρότρυνση της ποιήτριας και τεχνοκριτικού Ελένης Βακαλό, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική εκθέτοντας με επιτυχία τα έργα του στη Γκαλερί «Ζυγός» τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο 1960.

Ο συγγραφέας Ευ. Μαυρουδής για τον Τ. Σινόπουλο

Για τον Τάκη Σινόπουλο έγραψε την προσωπική του εμπειρία ο συγγραφέας Ευάγγελος Μαυρουδής. Δείτε αναλυτικά την ανάρτησή του στο FB.

«Τάκης Σινόπουλος λεγόταν ο γιατρός μας. Αργότερα έμαθα πως ήταν σημαντικός ποιητής. Το ιατρείο του στον Περισσό (δίπλα στη μονοκατοικία όπου μεταφέρθηκε τη δεκαετία του εβδομήντα, την οποία δώρισε η γυναίκα του στο δήμο Νέας Ιωνίας και στεγάζει σήμερα το μουσείο του) ήταν γεμάτο βιβλιοθήκες όπως και η αίθουσα αναμονής. Ακόμη και τα ράφια πάνω από τις πόρτες ήταν φορτωμένα βιβλία. Κάπνιζε πάντα, και πάνω στο μεγάλο ξύλινο γραφείο του υπήρχε, διαρκώς μισογεμάτο, ένα τεράστιο, γυάλινο, πορτοκαλί ποτήρι νεσκαφέ.

Τον παρακολουθούσα έκθαμβος, όλο θαυμασμό, με την άκρη του ματιού μου, όντας λίγο πάνω από τα δέκα, στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα, κρατώντας σειρά, ανάμεσα σε άλλους ασφαλισμένους του ΙΚΑ, για την πολυάσχολη γιαγιά μου που τον επισκεπτόταν για την πίεσή της. Ήταν ανάμεσα στα καθήκοντά μου αυτό εκείνη την εποχή, πότε στο ιατρείο του, πότε στο υποκατάστημα του ΙΚΑ, στη Νέα Ιωνία, δίπλα στον κινηματογράφο Αφροδίτη.

Τα μεσημέρια, βγαίνοντας από το σχολείο, τον έβλεπα με την ιατρική του τσάντα να παίρνει αγκαζέ το πειρατικό ταξί του Τάκη, του γιου του παππά, ένα σκούρο πράσινο μεταλλικό Σίνγκερ, για τις επισκέψεις κατ’ οίκον. Το πρόσωπό του, πάντα καλοξυρισμένο με λεπτό περιποιημένο μουστάκι, ήταν ελαφρά κόκκινο, μια λεπτομέρεια που υπήρχε και στην αυτοπροσωπογραφία του, μάλλον ακρυλικό, δίχως κορνίζα, στο λευκό ξύλινο λαμπά της καταργημένης δίφυλλης πόρτας που ένωνε το χολ με την αίθουσα αναμονής.

Κάποιο χειμωνιάτικο απόγευμα, ένας τετράχρονος πιτσιρίκος -δεν θυμάμαι το όνομά του αλλά ποτέ δεν θα ξεχάσω τον ίδιο με το μαύρο κοστουμάκι και το λευκό παπιγιόν του στο μικρό φέρετρο- πέθαινε από λευχαιμία. Όλη η γειτονιά μαζεμένη έξω απ’ το σπίτι συμμετείχε στην αγωνία της οικογένειας. Ξαφνικά μια κραυγή απελπισίας, η φωνή της μαμάς του: «Τον Σινόπουλο!»

Η αποστολή ανατέθηκε σε τρεις από εμάς. Τρέξαμε σαν σίφουνες στο ιατρείο του. Ήταν ολόφωτο, στο σκοτάδι της βραδιάς και της εποχής. Η πόρτα ολάνοιχτη. Τον βρήκαμε μόνο. Διάβαζε. Κούνησε το κεφάλι όταν είπαμε τι συμβαίνει. «Τι μπορώ να κάνω;» είπε λες και του ζητούσαμε λογαριασμό. Το βλέμμα του σκοτεινό. «Δεν έχω τίποτα να προσφέρω», εννοούσε στο παιδί. «Αλλά ο γιατρός πρέπει να πάει!» μονολόγησε παίρνοντας την τσάντα στο χέρι «και το ιατρείο να παραμείνει ανοικτό».

Με όρισε αντικαταστάτη και κάθισα σοβαρός στο γραφείο. Οι άλλοι δύο έφυγαν μαζί του. Με κατέκλυσε αγωνία μην έρθει κανείς. Τι ακριβώς έπρεπε να πω; Να εξηγήσω για το παιδί ή ότι ήμουν εκεί επειδή ο γιατρός με θυμόταν από τη γιαγιά μου; Σοβαρό δίλημμα στο καθήκον που μου είχε αναθέσει! Πού να φανταστεί πως θα εξακολουθούσα να κάνω την ίδια δουλειά, στην ίδια θέση, ακόμη και τώρα που τον θυμάμαι και τον περιγράφω».


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος