Το γεγονός, που έμελλε να μετατραπεί σε σύμβολο και μύθο, δεν υπήρξε ούτε στιγμιαίο ξέσπασμα ούτε ανεξήγητη πράξη παραφροσύνης, αλλά το αποκορύφωμα μιας μακράς περιόδου έντασης, εξάντλησης και απογοήτευσης
Επιμέλεια στήλης: Έστα Παπαγεωργίου
Στις 23 Δεκεμβρίου 1888, στην Αρλ της νότιας Γαλλίας, εκτυλίχθηκε ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια στην ιστορία της νεότερης τέχνης. Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ, σε κατάσταση οξείας ψυχικής κρίσης, έκοψε μέρος του αριστερού του αυτιού. Το γεγονός, που έμελλε να μετατραπεί σε σύμβολο και μύθο, δεν υπήρξε ούτε στιγμιαίο ξέσπασμα ούτε ανεξήγητη πράξη παραφροσύνης, αλλά το αποκορύφωμα μιας μακράς περιόδου έντασης, εξάντλησης και απογοήτευσης.
Τους προηγούμενους μήνες, ο Βαν Γκογκ είχε εγκατασταθεί στην Αρλ με ένα φιλόδοξο όραμα: να δημιουργήσει έναν πυρήνα καλλιτεχνών, ένα «Εργαστήριο του Νότου», που θα λειτουργούσε ως αντίβαρο στο Παρίσι. Η άφιξη του Πολ Γκογκέν, τον οποίο θαύμαζε βαθιά και από τον οποίο περίμενε πνευματική και καλλιτεχνική συντροφικότητα, φάνηκε αρχικά να επιβεβαιώνει αυτό το όνειρο. Πολύ σύντομα, όμως, οι διαφορές τους έγιναν αγεφύρωτες. Οι συγκρούσεις δεν αφορούσαν μόνο την τέχνη, αλλά τον τρόπο ζωής, την καθημερινή συμβίωση και την ίδια την αντίληψη για τη δημιουργία.
Ο Βαν Γκογκ, ήδη ψυχικά εύθραυστος, βίωνε τις διαφωνίες αυτές ως υπαρξιακή απειλή. Οι επιστολές του προς τον αδελφό του, Τεό (από τον οποίο ο Βαν Γκογκ εξαρτιόταν οικονομικά και ο οποίος επρόκειτο να παντρευτεί, αλλάζοντας την ισορροπία στη σχέση των δύο αδελφών) αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο βαθιά ανασφαλή, που φοβόταν την εγκατάλειψη, την αποτυχία και την οικονομική εξάρτηση. Η σωματική του κατάσταση επιδείνωνε την ψυχική: κακή διατροφή, αϋπνία, υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ –κυρίως αψέντι– και εξαντλητικοί ρυθμοί εργασίας είχαν δημιουργήσει ένα επικίνδυνο μείγμα.
Το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου, έπειτα από έναν ακόμη έντονο καβγά, ο Γκογκέν εγκατέλειψε το σπίτι. Ο Βαν Γκογκ έμεινε μόνος. Το τι ακριβώς συνέβη τις επόμενες ώρες παραμένει αντικείμενο ιστορικής συζήτησης. Το βέβαιο είναι ότι, σε κατάσταση βαριάς ψυχικής απορρύθμισης, έκοψε μέρος του αυτιού του με ξυράφι, το τύλιξε προσεκτικά σε χαρτί και το παρέδωσε σε μια νεαρή γυναίκα σε κοντινό οίκο ανοχής, προτού καταρρεύσει. Το επόμενο πρωί βρέθηκε αιμόφυρτος και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Αρλ.
Η αντίδραση της τοπικής κοινωνίας ήταν άμεση και σκληρή. Ο Βαν Γκογκ θεωρήθηκε επικίνδυνος και απρόβλεπτος. Γείτονες υπέγραψαν αίτημα προς τις Αρχές ζητώντας τον εγκλεισμό του, ενώ η αστυνομία παρακολουθούσε τις κινήσεις του. Η πράξη του δεν αντιμετωπίστηκε ως ιατρικό ή ανθρώπινο δράμα, αλλά ως κοινωνική απειλή.
Παρά την κατάσταση της υγείας του, η καλλιτεχνική του παραγωγή όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά εντάθηκε. Στους μήνες που ακολούθησαν ζωγράφισε με πυρετώδη ρυθμό, δημιουργώντας έργα εξαιρετικής δυναμικής όπου το χρώμα, η γραμμή και η κίνηση μοιάζουν να καταγράφουν την εσωτερική του ταραχή. Η αυτοπροσωπογραφία με δεμένο αυτί δεν είναι απλώς καταγραφή ενός τραύματος, αλλά μια συνειδητή, σχεδόν ψυχρή ματιά πάνω στη δική του ευθραυστότητα.
Το επεισόδιο της 23ης Δεκεμβρίου 1888 ταυτίστηκε ουσιαστικά με το τέλος της παραμονής του Βαν Γκογκ στην Αρλ. Μετά τη νοσηλεία του στο τοπικό νοσοκομείο επέστρεψε προσωρινά στο σπίτι του, όμως οι παρεμβάσεις των αρχών και η εχθρική στάση της τοπικής κοινωνίας κατέστησαν αδύνατη την αποκατάσταση μιας στοιχειώδους κανονικότητας. Οι κρίσεις επαναλήφθηκαν τους επόμενους μήνες και, τον Μάιο του 1889, εισήχθη οικειοθελώς στο ψυχιατρείο του Σεν-Ρεμί. Εκεί θα παρέμενε έως την άνοιξη του 1890 και θα δημιουργούσε μερικά από τα πιο γνωστά έργα του, ανάμεσά τους και την Εναστρη Νύχτα. Το επεισόδιο της Αρλ σηματοδότησε μια καθοριστική καμπή: την πλήρη συνειδητοποίηση ότι η δημιουργία του συνυπήρχε πλέον με μια ασθένεια που δεν μπορούσε να αγνοηθεί.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης