FOLLOW US: facebook twitter

Ποια είναι η Αρκέλλα;

Ημερομηνία: 11-11-2020 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Lifestyle, Αρθρογραφία, Νέα

Παραμύθι της Γιώτας Σιπέτα*

Η Αρκέλλα είχε εξαντληθεί. Ήταν έτοιμη να παρατήσει τον αγώνα και να αποδεχτεί ότι ήταν αυτό που έβλεπαν όλοι οι άλλοι. Μια αρκούδα. Η καταιγίδα συνεχιζόταν και με μόνη συντροφιά τη φίλη της τη Ρίνα το περιστέρι σκεφτόταν συνεχώς όλα όσα συνέβησαν στη ζωή της απ’ την ώρα που γεννήθηκε. Κυρίως όμως στο μυαλό της έτρεχαν συνεχώς σαν κυνηγημένα όσα έγιναν εκείνο το πρωινό.

Είχε φάει το πλουσιοπάροχο πρωινό της μόνη στο μπαλκόνι αγναντεύοντας τα χιονισμένα βουνά απέναντί της. Όλα άλλαζαν γύρω της. Τα βουνά όμως έστεκαν πάντα εκεί αγέρωχα. Μόνο το πασπάλισμα του χιονιού κάποιους μήνες άλλαζε το σκηνικό προδίδοντας το πέρασμα του χρόνου.

Τώρα πια ήξερε ότι η ζωή της ήταν δεμένη με τα βουνά με μια κλωστούλα τόσο λεπτή που δεν τη βλέπει ανθρώπου μάτι μα τόσο γερή που δεν τη κόβει χέρι.

Μέχρι εκείνο το πρωινό η κάθε μέρα χόρευε το ίδιο τραγούδι με τη προηγούμενη. Πρωινό, περίπατος στο δάσος, επιστροφή στο σπίτι, δουλειές, κέντημα οικογενειακή σύναξη μπροστά στο τζάκι, ύπνος. Για να επαναληφθούν τα ίδια την επόμενη μέρα.

Κι όμως δεν μπορούσε να αγνοήσει την την απελπισμένη φωνή που άκουσε στον ύπνο της. Ήταν τόσο καθαρή.

«Κοίτα στον καθρέφτη»

Στον πύργο τους δεν υπήρχε ούτε ένας καθρέφτης. Τουλάχιστον δεν είχε δει αυτή κανέναν. Η γιαγιά της της είχε εξηγήσει τι είναι ο καθρέφτης αλλά της είχε τονίσει να τον αποφεύγει κι αν βρεθεί ποτέ μπροστά σε κανέναν να στρέψει το βλέμμα της αλλού. Όταν ρώτησε να μάθει το λόγο μπερδέυτηκε ακόμα περισσότερο με την απάντηση που πήρε.

«Στους καθρέφτες αντανακλάται η διαστρέβλωση της ανθρώπινης ψυχής. Είναι φτιαγμένοι από κακία και φθόνο».

Όταν ήταν μικρή είχε πειστεί από αυτή την εξήγηση κι ας μη τη πολυκατάλαβε. Μεγαλώνοντας όμως είχε όλο και πιο έντονα την περιέργεια να κοιταχτεί σε έναν καθρέφτη. Έβλεπε τα μακριά κοκκινωπά μαλλιά της , τα άγγιζε μα τα χέρια, όπως και το σώμα. Ψηλαφούσε τη μύτη, τα χείλη, το σχήμα των ματιών που η μαμά της είχε πει ότι είχαν το ίδιο χρώμα με τα φύλλα των δέντρων.

Εκείνο το πρωινό σκέφτηκε να κάνει την προσπάθεια της. Από καιρό είχε υποψιαστεί ότι πίσω από την παντοτινά κλειδωμένη πόρτα του πύργου υπήρχε καθρέφτης.

Έτρεξε στο κελάρι που φύλαγαν τα κλειδιά. Βρήκε το μοναδικό άγνωστο και με γοργά κι αθόρυβα βήματα κατευθύνθηκε προς την μυστήρια πόρτα.

Ένα, δύο, τρία γυρίσματα προς τα αριστερά κι η ξύλινη πόρτα άνοιξε με ένα δυνατό τρίξιμο.

Αυθόρμητα έκλεισε σφιχτά τα μάτια ενώ η καρδιά της κλωτσούσε αλύπητα. Τα άνοιξε με αποφασιστικότητα κι αυτό που είδε ήταν ένα δωμάτιο με σκόρπια σεντόνια που κάτι έκρυβαν. Τράβηξε απότομα ένα σεντόνι και το δωμάτιο ξαφνικά άδειασε από φως κι αέρα.

«Μα δεν βλέπω εμένα! Αυτό είναι μια αρκούδα. Μια καφέ αρκούδα με το φουστάνι μου.»

Κούνησε το κεφάλι και το ίδιο έκανε κι η αρκούδα.

Επανέλαβε το ίδιο με το χέρι και το πόδι.

Τρόμος τη διαπέρασε και ξέσπασε σε κλάματα. Τρέχοντας άρχισε να ξεσκεπάζει και τους υπόλοιπους καθρέφτες, ελπίζοντας ότι κάποιος θα δείξει τον εαυτό της όπως τον ξέρει και όπως τον φαντάζεται. Ένα κορίτσι. Ένα απλό κορίτσι.

Εκείνη την ώρα μπήκαν μέσα οι γονείς της. Χέρι φοβισμένου ζωγράφου χάραξε γραμμές στα πρόσωπά τους. Την αγκάλιασαν σφιχτά και κάθισαν κι οι τρεις στο πάτωμα. Τότε η μητέρα της ξεκίνησε την εξομολόγηση που άργησε δεκάξι χρόνια.

«Ζούσαμε ευτυχισμένοι. Ποτέ δεν μας  έλειπε τίποτα. Η πρόσφατη γέννηση σου μας είχε κάνει να πετάμε στα ουράνια. Ο πατέρας σου ήταν ο βασιλιάς του τόπου. Όλοι είχαν  να λένε για την καλοσύνη και την ευγένεια με την οποία κυβερνούσε. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Εκτός από μία γυναίκα. Αυτή η γυναίκα λεγόταν Σοράγια. Συνεχώς έρχονταν άνθρωποι από το χωριό και έκαναν παράπονα για το φέρσιμο της. Έκλεβε, έσπερνε τη διχόνοια και φθονούσε τους πάντες. Κάποιοι μάλιστα έλεγαν πως έκανε και μάγια. Ο πατέρας σου την κάλεσε εδώ μια φορά και της ζήτησε να συμμορφωθεί. Όμως τίποτα δεν άλλαξε. Αντίθετα έγινε ακόμα πιο επιθετική. Τότε ο πατέρας σου την ξανακάλεσε και την πρόσταξε να φύγει από το βασίλειο για πάντα. Ακόμα θυμάμαι το σκοτάδι που αντίκρισα τότε στα μάτια της. Μια μέρα αργότερα ήρθε ένας υπηρέτης και μας άφησε ένα γράμμα.

Οι άνθρωποι με σκότωσαν και γέννησαν μια λύκαινα.

Εσείς, οι βασιλιάδες αυτού του τόπου το επιτρέψατε.

Γι’ αυτό ότι πιο πολύτιμο έχετε

Θα γίνει ένα πλάσμα που όλοι θα το φοβούνται

Και θα φεύγουν μακριά του.

Μόνο εσείς θα βλέπετε τι πραγματικά είναι

Το πολύτιμο πετράδι σας.

Εσείς που θα βλέπετε με τα μάτια της αγάπης.

Κάθε καθρέφτης θα αποκαλύπτει.

Κάθε καθρέφτης θα είναι τα μάτια των άλλων.

Στην αρχή δεν καταλάβαμε τι σήμαιναν όλα αυτά. Ενστικτωδώς όμως τρέξαμε να σε βρούμε. Ήσουν στον κήπο κι έπαιζες. Μόλις είχες κλείσει τα δυο σου χρόνια κι ήσουν σαν ένα αγγελάκι. Αυτό που είδαμε ήταν το παιδάκι μας έτσι όπως το ξέραμε. Με τις κόκκινες μπουκλίτσες και τα πράσινα ματάκια του.

Μία από τις υπηρέτριες που ήρθε να μας σερβίρει το τσάι μας μόλις πλησίασε άρχισε να ουρλιάζει κι ο δίσκος της έπεσε από το χέρι.

«Αρκούδα , αρκούδα»

Φώναζε και ξαναφώναζε.

Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να συνειδητοποιήσουμε τι είχε συμβεί.

Διώξαμε τους πάντες από το παλάτι. Μείναμε οι τρεις μας κι η γιαγιά. Όποιος καθρέφτης υπήρχε στον πύργο κλείστηκε μέσα σε αυτό το δωμάτιο. Ορκιστήκαμε να σε προφυλάξουμε από κάθε πόνο. Κι ο μόνος τρόπος ήταν να μείνεις μακριά από τους ανθρώπους»

Η Αρκέλλα σοκαρισμένη ζήτησε να μείνει μόνη. Βυθίστηκε σε έναν ανήσυχο ύπνο όπου μια λύκαινα γύριζε στα βουνά αναζητώντας να βρει κάτι που ούτε αυτή ήξερε τι ήταν. Την καλούσε να πάει κι αυτή εκεί.

Μόλις ξύπνησε πήρε την απόφαση της. Θα έφευγε για τα βουνά. Κάτι της έλεγε πως εκεί θα έβρισκε τη λύση. Δε θα έλεγε τίποτα στους γονείς της.

Ντύθηκε καλά και βγήκε έξω. Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της γύρισε κι έστειλε ένα φιλί στους γονείς της που θα πρέπει να κοιμούνταν τώρα στο δωμάτιο τους. Από το χρώμα του ουρανού υπολόγιζε ότι ήταν ξημερώματα.

Ξεκίνησε με γοργά κι αποφασιστικά βήματα. Όσο περνούσε όμως η ώρα γίνονταν όλο και πιο αργά και κουρασμένα. Κάθισε πάνω σε μια πέτρα και σκέφτηκε:

«θα φτάσω στους πρόποδες σε περίπου δυο βδομάδες με τον ρυθμό που έχω. Το καλό είναι ότι θα χουν λιώσει τα χιόνια.»

Έβγαλε το ψωμί και το τυρί που είχε πάρει μαζί της. Έκοψε ένα μικρό κομμάτι από το καθένα και σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να κάνει οικονομία στις μπουκιές της. Έπειτα συνέχισε να περπατάει μέχρι που ήρθε η νύχτα. Η νύχτα την τρόμαζε ακόμα και στην ασφάλεια του σπιτικού της. Πόσο μάλλον στην ερημιά που βρισκόταν. Ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο , διπλώθηκε κι έκλεισε τα μάτια. Η κούραση της φάνηκε πολύτιμη σε αυτή την περίπτωση γιατί όταν άνοιξε τα μάτια ξανά ήταν μέρα. Μια ηλιόλουστη μέρα.

Το ίδιο επαναλήφθηκε άλλες τρεις φορές. Η μέρα διαδεχόταν τη νύχτα και το περπάτημα έφερνε κι άλλο περπάτημα. Τα βουνά της φαίνονταν όλο και πιο μακριά. Το φαγητό της είχε πια τελειώσει. Αλλά αυτό που της στοίχιζε περισσότερο ήταν η έλλειψη παρέας. Ούτε θυμόταν πότε μίλησε τελευταία φορά με κάποιον. Συζητούσε πια μόνο με τον εαυτό της , τις πέτρες και τα δέντρα.

Καθισμένη κάτω από ένα δεντράκι παρακολουθούσε ένα περιστεράκι να πετάει κοντά της. Μάζεψε μερικά ψιχουλάκια που είχαν ξεμείνει στο σακίδιο της και τα έριξε δίπλα της. Το περιστέρι πλησίασε, τσιμπολόγησε το γεύμα του και τεντώνοντας τα φτερά του την κοίταξε επίμονα.

«Δεν έχω άλλο να σου δώσω. Αυτό ήταν όλο κι όλο.»

Έβαλε τα κλάματα. Τη στιγμή εκείνη συνειδητοποίησε την τραγικότητα της κατάστασης της. Μα πώς θα τα έβγαζε πέρα;

Το περιστέρι πέταξε λίγο πιο πέρα κι έπειτα επέστεψε κοντά της. Από κείνη την ώρα έγινε ο αχώριστος φίλος της. Το ονόμασε Ρίνα.

Ακολουθώντας τη Ρίνα στις συνήθειες της άρχισε να γεύεται τους καρπούς της φύσης. Μήλα, πορτοκάλια και καρύδια ήταν άφθονα στο δρόμο της. Και ήταν ικανά να ικανοποιήσουν την πείνα της. Μα γιατί τα προσπερνούσε τόσο καιρό;

Είχε φτάσει πια στους πρόποδες. Διέσχιζε τα πολυπόθητα βουνά και αυτό της έδινε όλο και περισσότερη δύναμη. Και τότε ξέσπασε καταιγίδα. Οι αστραπές εσκζαν τον ουρανό απελεθερώνονας πρωτόγνωρες λάμψεις ενώ οι βροντές έκαναν τα πάντα να τρέμουν στο πέρασμα τους. Τα δέντρα προσπαθούσαν με μανία να νικήσουν τη μάχη και να μείνουν στη θέση τους.

Η Ρίνα πέταξε λίγο πιο μακριά κι έπειτα επέστρεψε στην Αρκέλλα κι άρχισε να καλεί την Αρκέλλα να πάει προς το μέρος της. Μια σπηλιά ήταν εκεί. Η Αρκέλλα και η Ρίνα χώθηκαν στην αγκαλιά της.

Η Αρκέλλα έκλεισε τα μάτια για να ξεκουραστεί. Όταν τα άνοιξε δυο μεγάλα δυνατά φώτα την περιεργάζονταν. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά τα πόδια δεν υπάκουαν στο θέλημα της. Έψαξε με το βλέμμα τη Ρίνα και τη βρήκε κουρνιασμένη στο βάθος της σπηλιάς να τρέμει ολόκληρη.

Τα δυο φώτα πλησίασαν και αποκαλύφθηκε μια τεράστια γλώσσα ανάμεσα σε δόντια ίδια με λεπίδες.

«Λύκος» σκέφτηκε η Αρκέλλα.

«Εδώ είναι το σπίτι μου. Κανείς δε με διώχνει από εδώ. Φύγετε γρήγορα αν δε θέλετε να γίνετε το βραδινό μου» γρύλλισε η λύκαινα με μια ψιλή, γυναικεία φωνή.

Η Ρίνα δε χρειάστηκε να ακούσει άλλα. Με μισό πέταγμα βρέθηκε έξω από τη σπηλιά. Η Αρκέλλα όμως σάστισε.

«Μιλάς ανθρώπινα;»

«Χα χα χα… περίεργη ερώτηση από μια αρκούδα. Δε νομίζεις Αρκέλλα;»

«Πως ξέρεις το όνομα μου;»

«Ξέρω τα πάντα για σένα .Εγώ σε έπλασα».

Η Αρκέλλα είχε μπροστά της τη Σοράγια. Αλλά πώς να τολμούσε να της ζητήσει να την κάνει πάλι κορίτσι; Φαρμάκι έσταζε από τις κόγχες των ματιών της. Και τότε είδε ότι η λύκαινα είχε μια μεγάλη πληγή στο δεξί πόδι. Το αίμα έτρεχε πυκνό και κατακόκκινο.

«Μα εσύ είσαι πληγωμένη» ξεφώνισε και έτρεξε έξω. Μάζεψε νερό στη χούφτα της από τη βροχή και ξαναμπήκε μέσα.

«Άσε με να σε βοηθήσω».

Η λύκαινα έκανε ένα βήμα πίσω , ούρλιαξε αλλά κάτι στη μορφή της είχε αλλάξει, είχε μαλακώσει. Η Αρκέλλα πήρε θάρρος και πλησίασε. Έσκυψε κι έπλυνε με το νερό τη πληγή. Έπειτα έσκισε ένα κομμάτι από το κάτω μέρος του φουστανιού της και το έδεσε σφιχτά γύρω από το πληγωμένο πόδι.

Η λύκαινα σφάδαξε από πόνο και το κορμί της άρχισε να τρέμει όπως τα δέντρα που δέχονταν τη λυσσασμένη επίθεση του αγέρα.

«πάω να φέρω λίγο νερό να πιείς».

Μόλις επέστρεψε ανοιγόκλεισε τρεις φορές τα βλέφαρα της για να βεβαιωθεί ότι έβλεπε καλά.

Το κεφάλι της λύκαινας είχε εξαφανιστεί και τη θέση του είχε πάρει ένα κεφάλι γριάς με μαλλιά γκρίζα σαν τη στάχτη , μάτια μαύρα ίδια με κάρβουνο και δόντια αραιά που σε τίποτα δε θύμιζαν δόντια λύκου.

«Έλα , πλησίασε. Διψάω.»

Έως κι η φωνή είχε αλλάξει. Η κάθε λέξη δεν κάρφωνε την καρδιά της Αρκέλλας όπως πριν.

Η Σοράγια ήπιε αχόρταγα το δροσερό νερό από τη χούφτα της Αρκέλλας.

«Ξέρω τι ζητάς από μένα. Κι όταν σιγουρευτώ ότι το αξίζεις θα το έχεις».

Η καρδιά της Αρκέλλας χτυπούσε τόσο δυνατά που θα μπορούσε να γκρεμίσει τη σπηλιά με ένα παλμό.

«Πάω να βρω τη Ρίνα» είπε τελικά σαν να ήταν υπνωτισμένη και εκείνη τη στιγμή ξύπνησε.

«Τι το θες αυτό το περιστέρι;»

«Η Ρίνα είναι φίλη μου και την αγαπώ» απάντησε κοφτά η Αρκέλλα.

Η Σοράγια γούρλωσε τα μάτια και κούρνιασε στη γωνία. Η Αρκέλλα βγήκε βιαστική από τη σπηλιά κι επέστρεψε με τη Ρίνα στην αγκαλιά της.

Αυτή τη φορά δε ξαφνιάστηκε τόσο όταν πρόσεξε ότι η Σοράγια είχε πλέον ανθρώπινα χέρια.

«Πλησίασε και θα σου αποκαλύψω τι πρέπει να κάνεις για να είσαι πια για όλους ένα κορίτσι».

«Δηλαδή μπορείς να το κάνεις; θα λύσεις τα μάγια;»

«Μόνη σου θα λύσεις τα μάγια κοριτσάκι»

«Και τι πρέπει να κάνω;»

«Τα χρόνια που ζω εδώ στα βουνά έχω μαζέψει πολλούς θησαυρούς. Όποιον άνθρωπο συναντούσα του ζητούσα να μου δώσει ότι πιο πολύτιμο έχει. Ως αντάλλαγμα φυσικά για να γυρίσει στο σπίτι του όπως έφυγε. Κάποτε ένας μουσικός μου άφησε το βιολί του, ένας πλούσιος ένα χρυσό νόμισμα κι ένας κυνηγός το τουφέκι του.»

«Εγώ όμως δεν έχω τίποτα πολύτιμο να σου δώσω»

Και χωρίς ούτε η ίδια να το καταλάβει τα μάτια της στράφηκαν προς τη Ρίνα που άρχισε να κουνάει τα φτερά της σαν να ήθελε να βγει από ένα ανύπαρκτο κλουβί.

«Όχι. Δε μπορώ να σου δώσω τη Ρίνα. Ας μείνω για πάντα μια αρκούδα».

Ανεμοστρόβιλος τύλιξε τη Σοράγια κι η Αρκέλλα κλειδώνοντας τη Ρίνα στην αγκαλιά της έμεινε με τα μάτια κλειστά μέχρι που σταμάτησε το στροβίλισμα. Το άνοιγμα των ματιών της αποκάλυψε μια γριά ντυμένη στα μαύρα που δε θύμιζε σε τίποτα πια λύκαινα.

«Ο θησαυρός σου είναι ο πιο πολύτιμος και λίγοι μπορούν να τον αποκτήσουν και να τον κρατήσουν για πάντα μέσα τους. Όταν χάνουν κάτι από αυτόν βάζουν στη θέση του κάτι κάλπικο για να μη βλέπουν το κενό. Νομίσματα , δόξα, εξουσία…Για να μη βλέπουν οι άλλοι ότι έχασαν την καλοσύνη, την γενναιότητα, τη δύναμη να αγαπούν. Εσύ όμως δεν έχασες τον αληθινό θησαυρό σου. Τόσα χρόνια αναζητούσα αυτό το πολύτιμο που θα έλυνε τα μάγια που μου έκαναν. Και τελικά το είχες εσύ. Και είδες πόση δύναμη έχει; Κοίταξέ με» είπε και χόρεψε με τον εαυτό της.

«Μα ποιος σου έκανε μάγια;» τόλμησε να ρωτήσει η Αρκέλλα.

«Οι άνθρωποι κοριτσάκι. Ορφάνεψα μικρή και γυρνούσα από δω κι από κει ζητιανεύοντας για να ζήσω. Οι περισσότεροι με σιχαίνονταν και με έδιωχναν με βρισιές. Κάποιοι λίγοι μου πετούσαν πού και πού κανένα ξεροκόμματο κοιτάζοντας με με οίκτο. Με λυπόντουσαν γιατί πάλευα να ζήσω κι ήταν περήφανοι με τον εαυτό τους που μου έδωσε την ευκαιρία. Μετά με κατηγόρησαν ότι έκλεβα. Ναι, καμιά φορά έκλεβα αυγά, ψωμί, τυρί. Όμως ποτέ λεφτά ή κοσμήματα. Αλλά όποιος έκλεβε τον γείτονα έριχνε το φταίξιμο σε εμένα. Αυτός τη γλίτωνε κι εγώ έτρωγα το ξύλο. Όταν έφτασα περίπου στα χρόνια σου ένας έμπορος από το διπλανό χωριό με ήθελε για γυναίκα του. Εγώ ούτε να τον δω δεν ήθελα. Ήταν σαν γέρικο σκυλί με σαπισμένα δόντια. Η χήρα φουρνάρισσα όμως τον ήθελε και σαν έμαθε για το προξενιό έστειλε ανθρώπους στον πατέρα σου με σκοπό να με διώξει από τον τόπο. Φεύγοντας από τον πύργο σας , έπεσα στα γόνατα κλαίγοντας και χτυπώντας το χώμα. Μια ομάδα χωρικών μαζεύτηκε γύρω μου πετώντας πέτρες και φωνάζοντας.

Λύκαινα! Φύγε από δω λύκαινα!

Μια πέτρα μάλιστα με λάβωσε στο δεξί μου πόδι. Κι έτσι έγινα η Λύκαινα που γνώρισες και έζησα στα βουνά. Μέχρι που ήρθες εσύ και γιάτρεψες τη πληγή.»

Η Σοράγια έβγαλε το ύφασμα από το πόδι της κι η Αρκέλλα πρόσεξε πως δεν υπήρχε πια πληγή.

«Πάντως είμαι σίγουρη ότι ο πατέρας μου δεν ήξερε…»

«Αρκέστηκε στα μάτια των άλλων και δε θέλησε να δει με τα δικά του»

«Και τώρα εγώ τι πρέπει να κάνω για να γίνω κορίτσι;»

Η Σοράγια άπλωσε το χέρι προς την Αρκέλλα και της έδωσε το ύφασμα που ήταν δεμένη η πληγή.

«Δέσε με αυτό τα μάτια σου και πάμε μια βόλτα.»

«Μα πού;»

«Σ’ ένα ζωντανό καθρέφτη. Εκεί που η αλήθεια συναντά την αντανάκλαση της».

Η Σοράγια οδηγούσε την Αρκέλλα με τη Ρίνα να τις ακολουθεί.

Η Αρκέλλα ένιωσε ξαφνικά να τη σφίγγει μια δαγκάνα στο μπράτσο. Ήταν το χέρι της Σοράγια που τη διέταξε να μείνει ακίνητη. Έπειτα τα μάτια της απελευθερώθηκαν και μπροστά της ξεδιπλώθηκε ένα χωράφι από νερό και πέτρες. Θυμήθηκε τις ιστορίες της γιαγιάς της και συμπέρανε ότι ήταν ποτάμι. Πλησίασε να το δει από κοντά. Και τότε στα νερά του ζωγραφίστηκε μια κοπέλα.

«Εγώ είμαι!»

«Αυτό θα βλέπουν όλοι από εδώ και μπρος» της ανακοίνωσε η Σοράγια.

Ήρθε ένα ξημέρωμα που ο ήλιος ανηφορίζοντας στο θρόνο του είδε να διαβαίνουν τη πύλη του χωριού μια καλοσυνάτη γριά, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι  κι ένα περιστέρι. Τους έκλεισε ζωηρά το μάτι και ξύπνησε ακόμα και τις πιο τεμπέλικες ηλιαχτίδες για χάρη τους.

 

*H Γιώτα Σιπέτα είναι από τον Πύργο Ηλείας. Το μεράκι της είναι η συγγραφή. Όταν τη ρωτάνε ποια είναι δηλώνει “είμαι αυτά που γράφω”. Αφιερώστε λίγο χρόνο, φορέστε την καλή σας διάθεση και ετοιμαστείτε να ταξιδέψετε στον κόσμο της…


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος