
Δώρα Γ. Σορβατζιώτη*
Η 3η Δεκεμβρίου έχει καθιερωθεί από τα Ηνωμένα Έθνη ως Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία, με σκοπό την προώθηση της κατανόησης γύρω από τα ζητήματα της αναπηρίας, την προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία και την ενίσχυση της κοινωνικής ευαισθητοποίησης σχετικά με τη σημασία της ισότιμης συμμετοχής όλων των πολιτών.

Ο όρος αναπηρία αναφέρεται σε μια κατάσταση που προκύπτει από μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, διανοητικές ή αισθητηριακές δυσκολίες, οι οποίες σε συνδυασμό με κοινωνικά, περιβαλλοντικά ή θεσμικά εμπόδια μπορούν να περιορίσουν τη δυνατότητα πλήρους και ουσιαστικής συμμετοχής του ατόμου στην κοινωνία, σε ισότιμη βάση με τους άλλους.
Η σημερινή ημέρα είναι για όλους μια υπενθύμιση σχετικά με τον διαρκή αγώνα για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών παροχών, της προσβασιμότητας στον δημόσιο χώρο, των εργασιακών δικαιωμάτων, της άρσης των κοινωνικών εμποδίων και της ανάγκης για ουσιαστική και ισότιμη κοινωνική αντιμετώπιση. Για τα ίδια τα άτομα που το βιώνουν βέβαια και τις οικογένειες τους είναι ένας καθημερινός αγώνας.
Την αναπηρία την εξετάζουμε τόσο από το ιατρικό πρίσμα, το οποίο εστιάζει στις ατομικές δυσκολίες και στις ανάγκες υποστήριξης του ίδιου του ατόμου, όσο και από το κοινωνικό μοντέλο, το οποίο εμπεριέχει τον ρόλο των κοινωνικών εμποδίων στη διαμόρφωση των περιορισμών που βιώνουν τα άτομα με αναπηρία.
Σχετικά με τα άτομα τα οποία εμφανίζουν τα πρώτα σημάδια ήδη από την γέννησή τους ή από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα και στο δικαίωμα των παιδιών στην πρώιμη παρέμβαση.
Τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής αποτελούν μια περίοδο εξαιρετικά αυξημένης νευροπλαστικότητας, κατά την οποία ο παιδικός εγκέφαλος αναπτύσσεται με ραγδαίο ρυθμό. Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα από τη νευροεπιστήμη της ανάπτυξης, σε αυτή την ηλικία δημιουργείται ένας ιδιαίτερα σημαντικός αριθμός νέων συνάψεων (έως και εκατομμύριο νέες συνάψεις κάθε δευτερόλεπτο), σχηματίζοντας περίπλοκα νευρωνικά δίκτυα που θα αποτελέσουν τη βάση για τις μελλοντικές γνωστικές, γλωσσικές, κινητικές και κοινωνικοσυναισθηματικές δεξιότητες. Η πρώιμη έκθεση σε πλούσια ερεθίσματα, ασφαλείς σχέσεις, γλωσσική αλληλεπίδραση και κατάλληλες εκπαιδευτικές εμπειρίες είναι καθοριστική για τη μελλοντική ανάπτυξη. Έρευνες στον τομέα της αναπτυξιακής γνωστικής νευροεπιστήμης δείχνουν ότι τα ποιοτικά ερεθίσματα και οι στοχευμένες παρεμβάσεις κατά την προσχολική ηλικία μπορούν να επιταχύνουν την ωρίμανση συγκεκριμένων νευρωνικών κυκλωμάτων, να βελτιώσουν τα μαθησικά αποτελέσματα και να μειώσουν τις επιπτώσεις αναπτυξιακών δυσκολιών σε βάθος χρόνου. Πρόκειται για μια μοναδική περίοδο η οποία συχνά αποκαλείται από τους ειδικούς ως «χρυσή εποχή», κατά την οποία η μάθηση δεν αποτελεί μόνο μηχανισμό απόκτησης γνώσεων, αλλά και δύναμη που διαμορφώνει ενεργά τον ίδιο τον εγκέφαλο, καθορίζοντας την πορεία του παιδιού στη μετέπειτα ζωή. Έτσι, οι αποκαταστασιακές θεραπείες σε αυτή τη φάση φέρνουν πιο ουσιαστικά και σταθερά αποτελέσματα σε σύγκριση με παρεμβάσεις που ξεκινούν αργότερα.
Η αποτελεσματική υποστήριξη των παιδιών με αναπτυξιακές δυσκολίες ή αναπηρία απαιτεί ένα συντονισμένο, διεπιστημονικό αποκαταστασιακό πρόγραμμα, το οποίο να ανταποκρίνεται στις εξατομικευμένες ανάγκες κάθε παιδιού. Τα προγράμματα αυτά τα οποία διαμορφώνονται ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε παιδιού, μπορεί να περιλαμβάνουν λογοθεραπεία, με στόχο τη βελτίωση της επικοινωνίας, της γλωσσικής επεξεργασίας και των δεξιοτήτων λόγου, εργοθεραπεία, που ενισχύει τη λεπτή κινητικότητα, την αισθητηριακή επεξεργασία και την αυτονομία στην καθημερινή λειτουργικότητα, καθώς και φυσικοθεραπευτικές παρεμβάσεις, οι οποίες υποστηρίζουν την ανάπτυξη της κίνησης, της ισορροπίας και του μυϊκού ελέγχου κ.α. Παράλληλα, η ψυχοθεραπευτική και συμβουλευτική υποστήριξη τόσο των παιδιών όσο και των γονέων αποτελεί βασικό πυλώνα της αποκατάστασης, ενισχύοντας την ψυχοκοινωνική προσαρμογή, τη συναισθηματική ανθεκτικότητα και τη θετική αλληλεπίδραση στην οικογένεια. Ιδιαίτερα σημαντικά επίσης είναι τα προγράμματα ειδικής εκπαίδευσης, παρεμβάσεις κοινωνικών δεξιοτήτων, εναλλακτικών συστημάτων επικοινωνίας, υποστήριξη σχολικής ένταξης και καθοδήγησης των φροντιστών. Η εμπειρία δείχνει πως όταν υπάρχει συνεργασία όλων των ειδικοτήτων και αξιολόγηση της προόδου εξασφαλίζεται ένα αποτελεσματικότερο πλαίσιο που υποστηρίζει ουσιαστικά το παιδί και την οικογένειά του.
*Κοινωνική λειτουργός
Μ.Ed. Eπιστήμες της Αγωγής
Εκπ. Γνωσιακή & Συμπεριφορική
Ψυχοθεραπεύτρια