Γράφει η Ελένη Χριστοδουλοπούλου

(Φωτογραφίες: Αργυρή Αντωνοπούλου)

Ο Γιάννης Χουβαρδάς με επιτυχία φέτος, επέλεξε να «παντρέψει» τον Οιδίποδα «τύραννο» με τον Οιδίποδα «επί Κολωνώ», καθώς και να εντάξει εμβόλιμα αποσπάσματα από το έργο του Φρόυντ έως και του Ιωάννη Δαμασκηνού και να φτιάξει ένα ενιαίο πόνημα.

Η αντιστροφή της σειράς των έργων λειτουργεί εδώ όχι ως σκηνοθετικό εύρημα, αλλά ως φιλοσοφική τοποθέτηση: η ζωή του ανθρώπου δεν κατανοείται προχωρώντας προς το μέλλον, αλλά μόνο αν ειδωθεί αναδρομικά, σαν παλίρροια που επιστρέφει στη μήτρα της. Από τον φωτεινό, στοχαστικό Κολωνό ως τη βρώμικη Θήβα, ο ήρωας ταξιδεύει πίσω στο αίμα και την αθωότητά του, αναγκασμένος να ζήσει το λάθος του αφού πρώτα έχει μάθει να το συγχωρεί.

Το πρώτο πράγμα που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αναμφισβήτητο είναι η δουλειά, η πολλή μελέτη και η ευφυΐα του σκηνοθέτη να φτιάξει κάτι απολύτως οργανικό και με πολλά διτώς ερμηνευόμενα υποκριτικά σημεία: ο Τειρεσίας αρχικά όταν εισέρχεται στη σκηνή και πριν προκύψει η λογομαχία τους για πληρωμένη μαντεία κλπ., είναι σα να βρίσκεται σε «μανία» και μιλάει σαν την κόρη του Οιδίποδα την Αντιγόνη. Ή κάτι ανάλογο που βρήκα αρκετά έξυπνο, ήταν η υποκριτική ευελιξία της ηθοποιού Στεφανίας Γουλιώτη να παραστήσει και τον «Θησέα» από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ και την Ιοκάστη από τον «τύραννο». Από τη μία είναι σαν η ίδια η αρχέγονη φωνή που πρώτα τον πονάει, μετά να τον θεραπεύει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν η μορφή της μητέρας / ερωμένης – που φέρει το τραύμα- γίνεται και μορφή παρηγορητικού πατέρα / φίλου – που και το επουλώνει.

Η σκηνοθεσία του Χουβαρδά, όπως συνηθίζει, κινείται ανάμεσα στην αποστασιοποίηση και τον υπαρξισμό: λιτά σκηνικά (τάφοι φτιαγμένοι με φελιζόλ και διάφορα πρόπς που φέρνουν κατά την είσοδό τους οι ηθοποιοί), εμμονή στη ρυθμικότητα του λόγου, σπάσιμο της φόρμας χωρίς να προδίδεται ο πυρήνας. Οι ηθοποιοί μοιάζουν περισσότερο με σκιές της συνείδησης παρά με χαρακτήρες – ιδιαίτερα ο Οιδίποδας – Νίκος Καραθάνος, που δεν “παίζει” τον Οιδίποδα, αλλά εμφορείται από εκείνον. Το ίδιο και ο Χορός, που αποκτά μια ιερατική, σχεδόν νεκρική παρουσία, ως φορέας συλλογικής μνήμης.

Συνολικά, η παράσταση είχε συνοχή, σαφή σκηνοθετική πρόθεση και ένα αξιοπρόσεκτο επίπεδο τεχνικής ακρίβειας. Οι ηθοποιοί δούλεψαν με πειθαρχία, οι σκηνές κύλησαν με ρυθμό και αισθητική συνέπεια. Κι όμως, υπήρχε μια αίσθηση απόστασης. Σαν κάτι να λειτούργησε μηχανικά, σαν η πρόθεση να υπερίσχυσε της εμπλοκής. Όλα ήταν στη θέση τους — αλλά έλειπε η αιφνίδια εκείνη στιγμή που κάτι σε διαπερνά, σε αφορά. Καλή εκτέλεση, καθαρή γραμμή, αλλά ιδού το ερώτημα: Είναι η τεχνική επάρκεια αρκετή, όταν απουσιάζει η πραγματική ανατάραξη;


TAYTOTHTA:

Διασκευή – Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς

Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου

Κίνηση: Ερμίρα Γκόρο

Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

Ηχητικός Σχεδιασμός: Ηλίας Φλάμμος

Α’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Δέσποινα Λάρδη

Βοηθοί Σκηνοθέτη: Ηλιάνα Καλαδάμη, Ναυσικά Κιρκή

Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Μπίζα

Βοηθός ενδυματολόγου: Δήμητρα Σταυρίδου

Φωτογραφίες Promo: Alex Kat

Φωτογραφίες παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή

PhotoEditing: Κατερίνα Λιακοπούλου, Πέτρος Αντωνίου

Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος

Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα

Οργάνωση Παραγωγής: Ρόζα Καλούδη

Βοηθός Παραγωγής: Πανούτσι Μαργέλος

Νομική Υποστήριξη: Φιλιώ Καστραντά

Υπεύθυνος Περιοδείας: Παναγιώτης Πάντος Υποστήριξη παραγωγής «ΛΥΚΟΦΩΣ»: Κατερίνα Λιακόπουλου