
Ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα είναι υπεύθυνος τρομακτικών συγχύσεων για το τι εστί μεσαία τάξη και μεσαίος χώρος, στα όρια της (αντι)επιστημονικής λαθροχειρίας. Η «Μεσαιοχώρα» είναι μια πολιτική επινόηση που επέτρεψε στον άλλοτε κραταιό δικομματισμό να ψηφοθηρεί σε στρώματα που βρίσκονται σε απόσταση σχετικής ασφάλειας από τη φτώχεια.
Ωστόσο, η συντριβή που υπέστη στη δεκαετία των μνημονίων το συνονθύλευμα του μεσαίου χώρου περιόρισε δραστικά τις καιροσκοπικές βουτιές του πολιτικού συστήματος σ’ αυτήν την κοινωνική κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Ο ορισμός του μικρομεσαίου επιχειρηματία είναι σχετικός και τα κριτήρια μεταβλητά από χώρα σε χώρα. Στην Ελλάδα του ατελούς καπιταλισμού είναι μάλλον λογικό να υιοθετήσουμε ως κριτήριο την απασχόληση μέχρι 50 εργαζομένων. Με βάση αυτό (κατά την ΕΛΣΤΑΤ) η χώρα διαθέτει 1,1 εκατ. μικρομεσαίους που απασχολούν 2,2 εκατ. εργαζομένους. Κυριαρχούν οι έμποροι (220.000 επιχειρήσεις με 500.000 εργαζομένους), ακολουθούμενοι από επιχειρήσεις τουρισμού και εστίασης (104.000 με 500.000 εργαζομένους).
Είναι μάταιο να αντιμετωπίζει κανείς αυτή τη στοιχειώδη στατιστική ως μία σταθερά. Οι μεταβολές είναι ραγδαίες και η αποκαλούμενη με στόμφο «ραχοκοκαλιά» της οικονομίας… ξεκοκαλίζεται καταιγιστικά μπροστά στα μάτια μας. Αν ο κύκλος ζωής μιας πολυεθνικής επιχείρησης υπερβαίνει τον μισό αιώνα, μια μικρομεσαία επιχείρηση θεωρείται τυχερή αν πιάσει τη δεκαετία, εξ ου και ορισμένες υπογραμμίζουν με περηφάνια στις μαρκίζες τους ότι υπάρχουν π.χ. «από το 1970», εξαιρετικά σπάνιο πια.
Η αλήθεια είναι ότι, παρά την ακατάσχετη φιλοεπιχειρηματική φλυαρία της, η Ν.Δ. ουδέποτε είχε βαθιές σχέσεις με τους μικρομεσαίους. Έβλεπε στη μικροεπιχειρηματική διάρθρωση του εγχώριου καπιταλισμού εμπόδια στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και στην επέκταση των μεγάλων εγχώριων ομίλων.
Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ένας πακτωλός ευρωπαϊκών και κρατικών επιδοτήσεων -μαζί με την εκρηκτική επέκταση του τραπεζικού συστήματος, τη χρηματιστηριακή φρενίτιδα και την ανοχή της φοροδιαφυγής- έγινε μοχλός όχι μόνο ενίσχυσης του οικονομικού ρόλου των μικρομεσαίων, αλλά κι ενός ιδιότυπου εκμαυλισμού τους. Το εκτόπισμα που απέκτησαν οι μικρομεσαίοι τις προ μνημονίων δεκαετίες απορρόφησε εξαντλητικά το ενδιαφέρον του ανταγωνισμού ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. Ολη η κοινωνία μεταμορφώθηκε σε θολό «μεσαίο χώρο» και τα προγράμματα των κομμάτων ανταγωνίζονταν στην επιχείρηση κολακείας και προσέλκυσής του.
Μέχρι που ήρθαν η χρεοκοπία και η τρόικα. Παρ’ ότι η στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης» είχε πρώτο στόχο τη μισθωτή εργασία, επέδρασε ισοπεδωτικά στη μικρή επιχειρηματικότητα. Γέμισε τις πόλεις κλειστά μαγαζιά κι επιχειρηματικά κουφάρια. Η εκτεταμένη καταστροφή της μεσαίας τάξης αποτέλεσε τη βάση κατάρρευσης του δικομματισμού και της ριζικής αναδιάταξης του κομματικού συστήματος. Μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων στράφηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, όχι τόσο με την προσδοκία ανάκτησης της παλιάς αίγλης, όσο με την αγωνία της επιβίωσης.
Η Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, όμως, ανέβασε τον πήχη των προσδοκιών από την απλή επιβίωση στην αύξηση των κερδών τους. «Γαργάλισε» ξεχασμένα ανακλαστικά απληστίας με υποσχέσεις για μείωση όχι μόνο των φόρων, αλλά και των ελέγχων. Παρ’ ότι ο μέσος μικρομεσαίος στήριξε αποφασιστικά τη Ν.Δ., η διάψευση ήρθε ταχύτατα.
Η διάψευση συμπυκνώνεται σε τρία πράγματα: Στην κραυγαλέα προσήλωση του Μαξίμου στους μεγάλους εγχώριους και πολυεθνικούς ομίλους. Στη ζοφερή στρατηγική της έκθεσης Πισσαρίδη για δραστική μείωση των μικρομεσαίων. Και στον νέο Πτωχευτικό που παραδίδει τους υπερχρεωμένους επιχειρηματίες βορά στον τραπεζικό Λεβιάθαν. Οπως θα έλεγε ο ήρωας του Αρ. Μίλερ στον «Θάνατο του Εμποράκου»: «Η προδοσία είναι η μόνη αλήθεια που μένει».