Για ποιο λόγο επελέγη ως τίτλος του βιβλίου ο θάνατος ενός δηλητηριώδους φιδιού όπως ο αστρίτης;
Διαβάζοντας κανείς τα διηγήματά μου, καταλαβαίνει ότι γεωγραφικά εκτυλίσσονται σε μια μεριοχή που καταλαμβάνει το τρίγωνο Νεμούτα Ηλείας – Νιχώρι – Χώρα Γορτυνίας. Αυτοί είναι οι τόποι που έλκω την καταγωγή μου, και με έχουν επηρεάσει βαθιά. Στη Νεμούτα γεννήθηκα και είδα το φως, αλλά στα άλλα δυο χωριά είχα ρίζες ισχυρές. Στον τόπο αυτόν, πήρα τις πρώτες αφορμές. Και σ’ αυτόν, συμβαίνει η πρώτη ιστορία των 10 διηγημάτων που βρίσκονται στο βιβλίο. Ο «Αστρίτης», είναι ένα υπερήφανο φίδι, το οποίο, όπως άλλωστε όλα τα φίδια, δεν επιτίθεται ποτέ, αν δεν νιώσει ότι κινδυνεύει από τον άνθρωπο. Λένε ότι είναι η αρσενική οχιά. Δε γνωρίζω! Πάντως είναι το πιο δηλητηριώδες φίδι το οποίο ζει στον τόπο της καταγωγής μου, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Κι αυτός είναι ο λόγος που το διάλεξα ως τίτλο για το βιβλίο μου, αφού ένας αστρίτης τσιμπά την ηρωίδα του πρώτου διηγήματος, στον δείκτη του δεξιού τους χεριού. Επί τη ευκαιρία, να πω ακόμη ότι φοβάμαι τα φίδια, αλλά τα αγαπώ, όπως αγαπώ όλες τις υπάρξεις του ζωϊκού βασιλείου…
Πόσο εύκολο ήταν να αποτυπώσετε κοινωνικές αναπαραστάσεις μιας εποχής που μοιάζει μακρινή σήμερα, χωρίς να επηρεάσει τη γραφή σας το –συχνά εξωραϊστικό– συναίσθημα της νοσταλγίας;
Έχω πει και αλλού ότι: «[…] Ανασύροντας ιστορίες από το παρελθόν, επιδίωξα να περιγράψω έναν κόσμο πραγματικό, που πολύ απέχει από την εικόνα που δημιουργεί η νοσταλγική αναπόληση· έναν κόσμο σκληρό, που διακατεχόταν από πάθη και ένστικτα σκοτεινά, αλλά συνάμα διέθετε απλότητα και ομορφιά που έχουν εκλείψει στις μέρες μας». Έγραψα, με βαθιά γνώση τον δομών της ελληνικής επαρχίας, στην οποία ανήκω για μια μεγάλη περίοδο, η οποία ξεκινά από τη Μικρασιατική Καταστροφή και φτάνει στην πτώση της δικτατορίας, το 1974. Σε αυτό με βοήθησαν οι σπουδές μου στην Ιστορία, αλλά και η ισχυρή μου μνήμη. Δεν αισθάνομαι καμιά νοσταλγία. Αν τα κείμενά μου εμπεριέχουν στιγμές νοσταλγίας, δεν εμπεριέχουν όμως ούτε το φολκλόρ, ούτε εκθειάζουν τις αρνητικές πλευρές του Νέου Ελληνισμού. Δεν θα βρείτε σε αυτά καμιά άμεση ή έμεση αναφορά στο «δαιμόνιο της φυλής», στη «λεβεντιά», στις «πολεμικές αρετές των Ελλήνων», σ’ αυτό που μας παινεύει ως «ανώτερους» από όλους τους άλλους Λαούς… Και εάν θεωρηθούν τα διηγήματά μου «ηθογραφικά» ‒εγώ πάντως δεν τα βλέπω έτσι‒ εγώ θα υπερασπιστώ, ας πούμε τον Αργύρη Εφταλιώτη, γιατί αυτός, υπηρετώντας την Ελληνική Λογοτεχνία, με το άφθονο ηθογραφικό υλικό του, υπηρετεί μια γνήσια ελληνικότητα που δεν έχει να κάνει με αυτή την ιδεολογική θολούρα των ημερών μας. Δεν γίνεται αγοραίος και δεν γλείφει ποτέ τον αναγνώστη, προβάλλοντας ως προτερήματα της φυλής όλα όσα αναφέρω παραπάνω… Θέλω λοιπόν να δηλώσω ότι ο λεγόμενος “μοντερνισμός” με αφήνει αδιάφορο. Έχω να πιω νερό πολύ ακόμη, από τον Παπαδιαμάντη, τον Βυζηινό, τον Καρκαβίτσα, τον Θεοτόκη και άλλους πολλούς. Και θα ήθελα εδώ να επισημάνω την αναφορά στο βιβλίο μου από τον Δημήτρη Ραυτόπουλο:
[…τα διηγήματα του Δ.Κ.] …Ούτε φολκλόρ προβάλλουν, ούτε «επιστροφή στις ρίζες» προπαγανδίζουν, ούτε παραδοσιολατρεία ή αισθητικό λαϊκισμό πριμοδοτούν, έστω και αν δεν μοντερνίζουν. Προβάλλουν έναν κόσμο χθεσινό, βέβαια, με όλα τα αρχαϊκά στοιχεία τής νεοελληνικής ζωής, με διάθεση ελεγειακή, όπου όμως η νοσταλγία δεν αναφέρεται στις κοινωνικές δομές και τις πίστεις, αλλά στο ανθρώπινο ήθος και την έκφρασή του, τη λαϊκή γλώσσα και τη φαντασία, στην αδρότητα των χαρακτήρων και τα ύφη των απλών ανθρώπων.