FOLLOW US: facebook twitter

Μικροϊστορίες… της στιγμής: Προσκύνημα στο Ζάντε

Ημερομηνία: 19-08-2022 | Συντάκτης:

Γράφει η Αστάθεια

Ο Διονύσιος συνέχιζε- ακόμα και τότε, οικογενειάρχης όντας πλέον με 8 ανήλικα τέκνα- την παράδοση, που του μεταβιβάστηκε. Κάθε χρόνο, στις 23 του Αυγούστου, έλυνε από τον αυτοσχέδιο κάβο… κει πέρα στις βραχοσπηλιές… το μικρό οικογενειακό καΐκι και πρόσμενε τον ούριο άνεμο να πλεύσει μέχρι το απέναντι νησί. Ξεκινούσε το πρωί… να ‘ναι σίγουρος ότι θα έχει έγκαιρα φτάσει για τον εσπερινό στην μεγάλη εκκλησιά του Αγ. Διονύσιου της Ζακύνθου. Σε λινή πετσέτα δίπλωσε το κολατσιό του- ψωμί ζυμωτό και σύκα, που ‘χαν πια ωριμάσει , φρεσκοκομμένα από το δέντρο που σκίαζε το δυτικό παράθυρο του πετρόχτιστου σπιτιού. Σε βαμβακερό πανί είχε τυλιγμένες τις παντόφλες, που με περίσσειο σεβασμό είχαν υφάνει οι γυναίκες της οικογένειας – δώρο στον «άγιο», που κάθε βράδυ θέλει να «βολτάρει»… και τις λιώνει στις αέναες διαδρομές του προς πιστούς και άπιστους…

Έφτασε απόγευμα στο νησί, πρόσφερε τα δώρα του στον Άγιο και τη νύχτα αγρύπνησε στην εκκλησιά, μέχρις να ξυπνήσουν οι πλανόδιοι της μεγάλης εμποροπανήγυρης. Ακουσε τον μπιστικό του σιόρ Μανόλο να διαλαλεί ότι ο πάγκος του αφέντη του είχε στηθεί γιομάτος μπουκαλάκια – καμωμένα από βενετσιάνικο γυαλί- με κολόνια μπουγαρίνι, τον σιόρ Νιόνο να προωθεί το φρέσκο μαντολάτο του και τους χωρικούς κραυγάζοντας για το γλυκό- πλακουτσωτό ντόπιο κρεμμύδι… και πιο κει σε ντενεκέδες με λάδι «πνιγόταν» το ντόπιο τυρί…

Ο Διονύσιος περίμενε μέχρι την περιφορά της σεπτής εικόνας και της κάρας του Αγίου… Μετά, αφού μέτρησε τα ασημένια νομίσματα που έκρυβε στις πτυχές της μπαμπακιένιας βράκας του, αγόρασε τα πεσκέσια για τους δικούς του. Της μάνας του και της γυναίκας του… κολόνια… σίγουρα… Μαντολάτα και μάντολες για τα παιδιά του και τα ανίψια του… Ένα κρεμμύδι και λίγο λαδοτύρι θα τον συνόδευαν στο ταξίδι της επιστροφής. Αγόρασε όμως δύο κοφίνια- ένα για τον καλόγερο στο καστρομονάστηρο- που τον επισκεπτόταν κάθε χρόνο και  ένα για το σπιτικό του. Μόνο που φέτος, μια μαυρομαλλούσα πιτσιρίκα με παιχνιδιάρικα πράσινα μάτια, – η Αντζολίνα- τον έπεισε να αγοράσει και φριτούρα- γλυκό τηγανιτό-που του θύμισε αμυδρά τον σιμιγδαλένιο χαλβά της μάνας του …

Φορτωμένος τα καλούδια, μπήκε στο καΐκι του. «Μέτρησε» τον καιρό… Ναι!!! Θα προλάβαινε να φτάσει πριν νυχτώσει στα Στροφάδια, να επισκεφτεί -κατά τα ειωθότα- τον μοναχικό καλόγερο και να διανυκτερεύσει στο μοναστήρι, αυτό που –κατά την παράδοση- έφτιαξε η «μεγάλη Αικατερίνη» αφού σώθηκε από μεγάλη φουρτούνα. Το επόμενο πρωινό- αφού μάζεψε βοτάνια που έφυαν εκεί, ζήτησε την ευλογία του καλόγερου και ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής με ευνοϊκό άνεμο για το λιμανάκι.

To αεράκι έπεσε την στιγμή που έμπαινε στον κολπίσκο και τα νερά βάφονταν πορτοκαλιά… Στην άκρια στα μαρόκια… που εκ δεξιών οριοθετούσαν τον κολπίσκο, παιδικό χεράκι κουνούσε μαντήλι λευκό… σε καλωσόρισμα του. Ήταν η Μαρκέλλα… το στερνοπούλι του, φορώντας το λινό της φανελάκι, με ασπροκέντι εκεί που θα άνθιζε το μπούστο της και φουφούλα με τελειώματα από την ακριβή δαντέλα του Βελγίου, που έφερε πρόσφατα ο πλανόδιος πραματευτής… Στο άλλο της χέρι κρατούσε παδελάκι πήλινο… και φώναζε:

-Μπαμπούλη… σε καλωσορίζουμε με την φρέσκια μαρμελάδα που φτιάξαμε με τα σύκα από το μεγάλο δέντρο της αυλής- ενώ αδημονούσε η μικρή για τα καλούδια που θα τους πρόσφερε. Και της έταξε την επόμενη χρονιά να την πάρει μαζί του στο προσκύνημα στο Ζάντε.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος