FOLLOW US: facebook twitter

Μικροϊστορίες… της στιγμής: Η βουλιαγμένη «Παναγιά»

Ημερομηνία: 12-08-2022 | Συντάκτης:

Γράφει η Αστάθεια

Ειλημμένη ήταν η απόφαση από την κεντρική διοίκηση. Η κοιλάδα, που για χιλιετίες έγλυφαν τα νερά του ποταμού και αποκάλυπταν γεωλογικά θαύματα επρόκειτο να κλείσει με το υπό κατασκευήν φράγμα- για την άρδευση της τεράστιας γειτονικής και εύφορης πεδιάδας- με τη δημιουργία τεχνητής λίμνης. Στη νησίδα, που είχε σχηματιστεί στη μέση του ποταμού, ήταν χτισμένο το εκκλησάκι της «Παναγιάς», αφιερωμένο στην «Κοίμηση της Θεοτόκου» και κάθε δεκαπενταύγουστο, γιορταζόταν με λαμπρότητα και πανηγυρισμούς. Οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού, πριν τον πλημμύρισμα, με ευσέβεια συνέλλεξαν τις ιερές εικόνες να τις τοποθετήσουν στην εκκλησία του μοναστηριού. Ανάμεσα τους ήταν και η «Παναγιά του Κλεόπα» που κουβαλούσε τον θρύλο της- ανάμεσα στην ιστορία και τον μύθο.

Λεγόταν λοιπόν ότι, πριν πάρα πολλά χρόνια, ζούσε στην περιοχή ένας τσοπανάκος, ο Κλεόπας, που βοσκούσε κατσίκια και γίδια. Μια μέρα –προσπαθώντας να μαζέψει ένα κατσικάκι- είδε ένα άνοιγμα στο βράχο και όταν μπήκε μέσα ανακάλυψε μια σπηλιά με σταλαγμίτες και σταλακτίτες που λαμπύριζαν στις ακτίνες του ήλιου, που έμπαιναν από την είσοδο. Έμεινε έκθαμβος και αποφάσισε να φτιάξει ένα βατό μονοπάτι- να μην σκαρφαλώνει στα βράχια για να την επισκέπτεται συχνά- ειδικά το καλοκαίρι που θα είχε δροσιά μέσα. Άρχισε να σκαλίζει το βράχο καθημερινά μέχρις που το μονοπάτι φτιάχτηκε. Τότε αποφάσισε να κουβαλήσει κάποια χρειώδη ώστε να μένει κάποιο διάστημα εκεί. Έτσι – όσο τα κατσίκια βοσκούσαν- αυτός στην σπηλιά οραματιζόταν ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτόν. Άρχισε να πειραματίζεται και είδε ότι τα πετρώματα είχαν ωραία χρώματα και αποφάσισε να κάνει μπογιές- όπως είχε δει τους καλογέρους στο μοναστήρι να κάνουν. Με τον καιρό τα κατάφερε. Έφτιαξε ένα πινέλο από κατσικόμαλλο και άρχισε να ζωγραφίζει απλά σχήματα σε πινακίδες από ξύλα, που έκοβε από το γύρω δάσος. Μια νύχτα είδε στον ύπνο την Παναγιά που του είπε ότι θα κατευθύνει το χέρι του να εικονογραφήσει την Κοίμηση της. Διάλεξε λοιπόν τις καλύτερες αποχρώσεις των χρωμάτων που παρασκεύαζε και ξεκίνησε την εικονογράφηση. Όταν την τελείωσε πήγε στο μοναστήρι και την έδειξε στον ηγούμενο, που ενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα. Την έβαλε στην εκκλησία να διαβαστεί για 40 μέρες και του είπε ότι της αξίζει ένα ιδιαίτερο προσκυνητάρι. Κουβεντιάζοντας σκέφτηκαν την νησίδα στη μέση της κοιλάδας. Έφτιαξαν οι καλογέροι ένα πρόχειρο γεφύρι με σκοινιά και σανίδες και πήγαν στο νησάκι. Εκεί θα γινόταν ένα μικρό εκκλησάκι, μετόχι του μοναστηριού, αφιερωμένο στην «Κοίμηση της Θεοτόκου». Όλοι οι χωρικοί βοήθησαν και κάποτε το ναΐδριο  ετοιμάστηκε ενώ παράλληλα τελείωσε και το μονότοξο γεφύρι που έχτισαν οι έμπειροι πετράδες από το Κεφαλοχώρι. Στα Θυρανοίξια, που έγιναν ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο, είχε κληθεί και ο επίσκοπος της περιφέρειας και το εκκλησάκι θα γιόρταζε κάθε χρόνο. Ο Κλεόπας εκάρη μοναχός και είχε αναλάβει την επιστασία της «Παναγιάς». Κάποιοι μιλούσαν και για θαύματα αλλά δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Ο Κλεόπας ετάφη στη νησίδα, αλλά το όνομα του δεν ξεχάστηκε και μνημονευόταν συχνά στις διηγήσεις από γενιά σε γενιά.

Με την δημιουργία της λίμνης άλλαξε το οικοσύστημα αλλά και η μικρο-οικονομία της περιοχής. Οι κτηνοτρόφοι έγιναν ψαράδες πέστροφας και κυπρίνων που πολλαπλασιάστηκαν ταχύτατα ή καλλιεργητές της αρδευόμενης πλέον πεδιάδας. Η «Παναγιά»- ανάλογα με την στάθμη των υδάτων άλλοτε φάνταζε ολόκληρη ή μόνον η σκεπή και ο σταυρός ή χανόταν τελείως. Ο ηγούμενος είπε ότι δεν θα σταματήσουν οι εορτασμοί του Δεκαπενταύγουστου. Συμφώνησε με τους ψαράδες να μεταφέρουν με τις βάρκες την εικόνα και να διαβάζουν τον εσπερινό στη θέση της βουλιαγμένης «Παναγιάς».

Έτσι κάθε χρόνο, το μεσημέρι της παραμονής ξεκινούσε η λιτανεία με τον ιερέα και τον ηγούμενο να μεταφέρουν την εικόνα με την πρώτη βάρκα – στολισμένη με λουλούδια και καρπούς από τις γυναίκες των γειτονικών χωριών – και ακολουθούσαν οι πιστοί με τις υπόλοιπες βάρκες.

Τα νέα είχαν διαδοθεί σε όλη την επικράτεια- για αυτόν τον παράδοξο εορτασμό- και άρχισαν να αυξάνονται οι επισκέπτες. Έτσι αναγκάστηκαν να φτιάξουν κι άλλες βάρκες και αργότερα μια πλωτή εξέδρα, μέχρις που εξελίχθηκε σε επικερδή τουριστική επιχείρηση με ξενοδοχεία, πανσιόν, ταβέρνες… και κάπως έτσι –μεταλλαγμένος- έφτασε ο εορτασμός στις μέρες μας.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος