Παραμονή Πρωτοχρονιάς και οι ευχές για το νέο χρόνο είναι κυρίως, γεμάτες ελπίδα


Ο προϋπολογισμός του 2026 ψηφίστηκε. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει. Πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,6% του ΑΕΠ, «δημοσιονομική σταθερότητα», θετικά μηνύματα προς τις αγορές. Όμως,  στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πρόγραμμα από το 2027 και μετά οι ρυθμοί ανάπτυξης πέφτουν κατακόρυφα κάτι που η κυβέρνηση εντέχνως αποκρύπτει. Και έτσι, για τα επόμενα χρόνια με αυτή την κυβέρνηση, η κοινωνία δεν έχει κάτι ουσιαστικό να προσβλέπει.

Γιατί ο προϋπολογισμός είναι πολιτική επιλογή. Και η επιλογή αυτής της κυβέρνησης είναι σαφής: πρώτα οι δείκτες για τον έπαινο των αγορών και μετά ο πολίτης.

Οι έμμεσοι και οι άμεσοι φόροι, διογκώνοντας τα πλεονάσματα του Κρατικού Προϋπολογισμού, αδειάζοντας, συγχρόνως, τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.

Αξιοσημείωτο είναι, πως, καταγράφονται υπερβάσεις τόσο έναντι των αρχικών στόχων του προϋπολογισμού που είχαν τεθεί τον Νοέμβριο του 2024, όσο και έναντι των επικαιροποιημένων στόχων που τέθηκαν μόλις τον περασμένο Νοέμβριο.

Η φορολογική επέλαση συνεχίζεται αδιάκοπη και φουσκώνει τα κρατικά ταμεία, με τις αιτίες να εντοπίζονται:

  • Στους υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ, οι οποίοι είναι στους 5 υψηλότερους στην ΕΕ και καθώς επιβάλλονται επί των διογκούμενων τιμών λόγω της ακρίβειας, αποδίδουν αισθητά περισσότερα έσοδα, αυξάνοντας δραματικά την πίεση στα νοικοκυριά.
  • Τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, που έχει ως αποτέλεσμα μια μικρή άνοδο του φορολογητέου εισοδήματος, να προκαλεί πολλαπλάσια φορολογική επιβάρυνση.

 Την ώρα που το κόστος παραγωγής στον πρωτογενή τομέα έχει αυξηθεί σωρευτικά πάνω από 30% τα τελευταία χρόνια λόγω ενέργειας, ζωοτροφών και λιπασμάτων οι άμεσες ενισχύσεις παραμένουν στάσιμες ή αποσπασματικές. Τα προγράμματα στήριξης των αγροτών δεν ακολουθούν τον πληθωρισμό, ενώ οι αποζημιώσεις για φυσικές καταστροφές συνεχίζουν να δίνονται καθυστερημένα και μειωμένες. Και όλα αυτά, τη στιγμή που το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ ανέδειξε με τον πιο ωμό τρόπο κακοδιαχείριση, κομματικές διευθετήσεις και αδιαφάνεια στη διανομή των ευρωπαϊκών πόρων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αγρότες βρίσκονται ξανά στα μπλόκα: δεν δίνουν έναν «συντεχνιακό» αγώνα, αλλά αγώνα επιβίωσης που τον επικροτεί ολόκληρη η ελληνική κοινωνία.

Στη δημόσια υγεία, η κυβέρνηση μιλά για αυξήσεις δαπανών. Στην πράξη, η συνολική δημόσια δαπάνη υγείας παραμένει περίπου στο 5% του ΑΕΠ, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ξεπερνά το 7%. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: ελλείψεις προσωπικού, εξαντλημένοι γιατροί και νοσηλευτές, αναμονές μηνών. Οι πολίτες πληρώνουν από την τσέπη τους πάνω από το 30% των συνολικών δαπανών υγείας – από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Αυτό δεν λέγεται ενίσχυση του ΕΣΥ. Λέγεται ιδιωτικοποίηση μέσω εγκατάλειψης

Και μετά είναι η στέγη. Το πιο πιεστικό κοινωνικό πρόβλημα ειδικά για τους νέους, που στον προϋπολογισμό αντιμετωπίζεται σχεδόν σαν υποσημείωση. Τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά 30–40% μέσα σε λίγα χρόνια, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με τις χαμηλότερες δημόσιες δαπάνες για στέγαση στην Ευρώπη, πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που αγγίζει περίπου το 1,2% του ΑΕΠ για κατοικία και συναφείς υπηρεσίες. Ανεπαρκή προγράμματα περιορισμένη εμβέλεια; καμία σοβαρή κρατική παρέμβαση στην αγορά ακινήτων. Για μια ολόκληρη γενιά, η κατοικία έχει μετατραπεί σε άπιαστο όνειρο.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς και οι ευχές για το νέο χρόνο είναι κυρίως, γεμάτες ελπίδα.

Η ελπίδα είναι το αίσθημα εμπιστοσύνης στο μέλλον, το οποίο οδηγεί σε μια ήρεμη προσμονή για την πραγματοποίηση των ονείρων μας. Για αυτό και ο Αριστοτέλης χαρακτήριζε την ελπίδα ως «το όνειρο του ανθρώπου, που έχει ξυπνήσει».

Το έδειξε και η τελευταία δημοσκόπηση της Pulse για τα  κριτήρια επιλογής ψήφου των πολιτών. Όπως προκύπτει, το βασικό κριτήριο επιλογής ψήφου των πολιτών είναι η προοπτική και η ελπίδα σε ότι αφορά την καθημερινότητά τους.

Σήμερα όμως, ο φόβος, η δυσπιστία και η αποθάρρυνση – το ακριβώς αντίθετο της ελπίδας – βασιλεύουν παντού. Η συλλογική απαισιοδοξία γίνεται viral.

Πόλεμοι πραγματικοί και κοινωνικοί, ανισότητες που διευρύνονται συνεχώς, φτώχεια που εξαπλώνεται, ο μισθός που τελειώνει πολύ πριν τον μήνα… Φαινόμενα που έχουν αποσταθεροποιήσει την έννοια της ελπίδας. Αν δεν την έχουν σκοτώσει κιόλας!

Και όμως, η κυβέρνηση επιμένει ότι «τα πράγματα πάνε καλύτερα». Μόνο που για την κοινωνία, το «καλύτερα» δεν μετριέται με κυβερνητικές ανακοινώσεις. Μετριέται στο σούπερ μάρκετ, στο νοσοκομείο, στο ενοίκιο, στο μισθό που τελειώνει απελπιστικά γρήγορα.

Αυτός ο προϋπολογισμός δεν μειώνει τις ανισότητες. Τις κανονικοποιεί. Δεν στηρίζει τους πολλούς. Τους ζητά ανοχή. Και ποντάρει στο ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια θα κατευναστεί με μικρά επιδόματα, ανεπαρκείς φοροελαφρύνσεις και μεγάλα λόγια.