Ο ποιητής Τάσος Γαλάτης, με καταγωγή από την Φιγαλεία, έφυγε από την ζωή πριν λίγες μέρες

Επιμελείται η Έστα Παπαγεωργίου

Θέλοντας να τιμήσω τη μνήμη του ποιητή και να τον “γνωρίσω” καλύτερα έκανα αναζητήσεις στο διαδίκτυο.
Κάποια μου φάνηκαν πολύ χρήσιμα και τα αναδημοσιεύουμε.


Σε ηλικία 88 ετών έφυγε από τη ζωή ο βραβευμένος ποιητής Τάσος Γαλάτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Τάσου Παπαδόπουλου). Ο Τάσος Γαλάτης γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς τον Δεκέμβριο του 1937, με καταγωγή από τη Νέα Φιγαλεία του Νομού Ηλείας, και μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία Αττικής. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπηρέτησε ως φιλόλογος σε διάφορα σχολεία της Ελλάδας και του εξωτερικού. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1962, δημοσιεύοντας ποιήματά του στο περιοδικό Πανσπουδαστική. Το πρώτο του βιβλίο, Μυθολογία του δάσους (1962), χαρακτηρίστηκε από την κριτική ως «μια παρουσία από τις σπανιότερες μέσα στην παραγωγή των νεοτέρων» (περ. Διάλογος, τχ. 2, Θεσσαλονίκη, 1962). Για το δεύτερο βιβλίο του, Τα παροράματα (1968), ο Οδυσσέας Ελύτης παρατήρησε: «Σπάνια το ποιητικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται με τόση σοβαρότητα». Το 2006 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Ανιπτόποδες και Σφενδονήτες.

Η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε ανακοίνωση για τον θάνατό του, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: «Αποχαιρετούμε τον ποιητή και μέλος της Εταιρείας μας Τάσο Γαλάτη, που […] έχει χαρακτηριστεί από την κριτική ως “μια από τις γονιμότερες μετασεφερικές φωνές” – όπως σημειώνει ο κριτικός λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας, “με τον αναστοχασμό του για το παρελθόν, ο Γαλάτης εκφράζει ένα είδος παραδειγματικής ερμηνείας για τα τρέχοντα, καθώς ένα από τα μοτίβα της ποίησής του είναι η διαχρονική ‘ήττα’ του ανθρώπου από δυνάμεις πανίσχυρες και αρχέγονες”. Στους οικείους του εκφράζουμε τα συλλυπητήριά μας».

Δεν έχω πια πατρίδα, δεν πιστεύω σε θεούς
ούτε γνωρίζω ακριβώς ποιος είμαι
στο τέρας του καιρού
που μ’ έχει φυλακίσει στη σπηλιά του
σαν με ρωτάει απαντάω ανυπόκριτα Ούτις.
(«Ούτις», Ανιπτόποδες και Σφενδονήτες, 2005)

Της  Ράνιας Μπουμπουρή από την ιστοσελίδα diastixo.gr


«Γεννήθηκα στὸ Ἀργοστόλι τῆς Κεφαλλονιᾶς στὶς 8 Δεκεμβρίου 1937, μιὰ ἐποχὴ δύσκολη καὶ ἐπικίνδυνη γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν Εὐρώπη. Ἄλλωστε εἶχαν προηγηθεῖ ὁ ἱσπανικὸς ἐμφύλιος πόλεμος καὶ οἱ Δίκες τῆς Μόσχας. Τὰ πάντα ἔδειχναν ὅτι ὅσα θὰ ἐπακολουθοῦσαν δὲν θὰ ἦταν αἰσιόδοξα.

Ἤμουν κιόλας ἑπτὰ χρονῶν ὅταν διαδραματίστηκαν τὰ Δεκεμβριανὰ καὶ ἀκολούθησε ὁ ἐμφύλιος σπαραγμός. Σ᾿ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν περίοδο, ἀμέσως μετὰ τὰ Δεκεμβριανὰ ἡ οἰκογένειά μου ἐγκαταστάθηκε στὴν Καλογραίζα ὅπου ζήσαμε ὣς τὰ δεκαέξι μου χρόνια, ὁπότε μετακινηθήκαμε σὲ ἄλλες γειτονιὲς τῆς Νέας Ἰωνίας καὶ τοῦ Νέου Ἡρακλείου. Νωρίτερα κάπως εἶχα ἀρχίσει νὰ ἀνακαλύπτω τὴν ποίηση παρακολουθώντας φανατικὰ τὸ Ἑλληνόπουλο καὶ τὸν Θησαυρὸ τῶν παιδιῶν, τὰ δύο περιοδικὰ ποὺ στήριξαν τὰ παιδικά μας χρόνια καὶ τὴν ἐφηβεία μας. Ἂς προσθέσω σ᾿ αὐτὰ καὶ τὸ Σπίτι τοῦ παιδιοῦ. Τί ἦταν ὅμως ἡ ποίηση γιὰ μένα; Χρειάστηκε νὰ περάσει καὶ ἄλλος καιρὸς γιὰ νὰ συνειδητοποιήσω τὴ σημασία της, τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀποστολή της. Στὴν πρώτη μου συλλογὴ προτάσσω ἕνα πολύστιχο κάπως ποίημα μὲ τὸν τίτλο «Στὸ Λαβύρινθο». Ἐκεῖ χρησιμοποιώντας ὡς σύμβολο τὸν Μινωϊκὸ Λαβύρινθο ἀπὸ τὸν ὁποῖο βγῆκε σῶος ὁ Θησέας χάρη στὴ βοήθεια τῆς Ἀριάδνης, θέλησα νὰ δώσω μιὰ εἰκόνα τῆς ἐποχῆς μας. Ὁ Λαβύρινθος εἶναι ὁ σύγχρονος κόσμος καὶ ἡ Ἀριάδνη μιὰ ἀπὸ τὶς μεταμορφώσεις τῆς ποιήσεως. Σ᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ στιχούργημα ἀκούγεται ἡ φωνή

Δὲν θὰ ξαναγυρίσεις πιά
δὲν θὰ ξαναγυρίσεις
εἶσαι ὁ ποιητής.

Ἡ προειδοποίηση αὐτὴ στάθηκε προφητική, ἀφοῦ γιὰ πάντα ἔμεινα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ χαλάσματα μὲ τὰ παγωμένα βλήματα. Στὰ ἑπόμενα βιβλία μου ἡ φωνὴ αὐτὴ ἄλλοτε ἀπειλητική ἄλλοτε παρηγορητική, ἐπίμονη πάντα μὲ συνοδεύει μέχρι σήμερα καὶ στὶς ἑπόμενες συλλογές μου.

Ὡστόσο ἐπιθυμῶ πέρα ἀπὸ τὶς προσωπικές μου ἐμπειρίες νὰ μνημονεύσω τὸ ἀνθρώπινο περιβάλλον ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς φίλους μου. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλους τὸν συμμαθητή μου Δαμιανὸ Κοκκινίδη, τὸν βιβλιογράφο τοῦ ζεύγους Roger [καὶ Τατιάνας] Milliex. Ἦταν ὁ Δαμιανὸς ποὺ μὲ παράσυρε σ᾿ ἕνα ἀτέλειωτο κυνηγητὸ γνωστῶν τότε ποιητῶν καὶ λογοτεχνῶν. Στὴν Νέα Ἰωνία ζοῦσε κι ἔγινε ὁ στενότερος φίλος μας ὁ ποιητὴς Χρῖστος Ρουμελιωτάκης ποὺ χάσαμε πρόσφατα, ὁ σκηνοθέτης καὶ πεζογράφος Γιῶργος Μιχαηλίδης, ὁ ζωγράφος, ἀρχιτέκτονας καὶ ποιητὴς Νίκος Γαζέπης καὶ ἄλλοι ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸν πνευματικὸ κόσμο τῆς Νέας Ἰωνίας καὶ στάθηκαν ὁδηγητές μας. Πρέπει νὰ ἀναφέρω τὸν σπουδαῖο ποιητὴ Τάκη Σινόπουλο, τὸν σημαντικὸ λόγιο Νίκο Μηλιώρη, τὸν ποιητὴ τῶν Λιμανιῶν Χρῖστο Καμπούρογλου, τὸν ζωγράφο Βάσο Βασιλειάδη, τὸν γιατρὸ καὶ συγγραφέα Βάσο Βογιατζόγλου καὶ ἀνάμεσα σὲ ὅλους τὸν ποιητὴ Δημήτρη Δούκαρη ποὺ χάθηκε πρόωρα μόλις δέκα χρόνια μεγαλύτερός μας. Πῶς γίνεται νὰ ἔχει ἕνα τέτοιο πνευματικὸ πλοῦτο ἡ Νέα Ἰωνία ποὺ χτίστηκε μὲ αἷμα καὶ μὲ δάκρυα ἀμέσως μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφή, νὰ ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἕναν ποιητὴ σὰν τὸν Ἄγγελο Σημηριώτη, γόνο τῆς Μικρασιατικῆς Σμύρνης, ποὺ ἐμεῖς οἱ νεώτεροι δὲν τὸν προλάβαμε. Χάθηκε ἂν θυμᾶμαι καλά τὸ 1944.

Εὔχομαι νὰ ἔχει καὶ ἡ σημερινὴ Νέα Ἰωνία τόση πνευματικὴ ἄνθιση. Θὰ τελειώσω διαβάζοντας ἕνα αὐτοβιογραφικὸ ποίημα ἀφιερωμένο στὸν Χρῖστο Ρουμελιωτάκη:

ΟΥΤΙΣ

Mantua me genuit
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ

Μὲ γέννησαν ἡ Ζούρτσα καὶ τὸ Ἀργοστόλι
μεγάλωσα στὴν Καλογραίζα καὶ στοὺς Ποδαράδες
ἔκανα δάσκαλος ἐπάνω στὰ βουνά.

Θὰ ἤθελα κι ἐγώ, σὰν τὸν κύκνο τῆς Μάντουας
νὰ εἶχα τραγουδήσει βοσκούς, ἀγροὺς καὶ ἥρωες
ὅπως, ὅσο κι ἂν φαίνεται ἀπίστευτο
ἔθαλλαν τότε ἀκόμη
ὅταν ἄνοιγαν στὸ φῶς τὰ βρεφικά μου μάτια.
Οἱ παιδικοί μου φίλοι καὶ συμμαθητὲς
ποὺ οἱ πατεράδες τους δούλευαν στὰ λιγνιτωρυχεῖα
καὶ οἱ μανάδες τους στὰ ὑφαντουργεῖα τοῦ Μουταλάσκη
μποροῦν νὰ εἶναι μάρτυρες
ἂν ἐξακολουθοῦν νὰ θυμοῦνται
τὶς σχολικές μας ἐκδρομὲς πεζῇ στὰ Μάρμαρα
ἢ μὲ τὸ φορτηγὸ στὸ Σούνιο καὶ στὴν Πεντέλη.

Δὲν πρόλαβα
πάει καιρὸς ποὺ ὅλα τοῦτα πνίγηκαν
στὸ βόμβο καὶ στοὺς καπνοὺς τῆς λεωφόρου.
Δὲν ἔχω πιὰ πατρίδα, δὲν πιστεύω σὲ θεούς
οὔτε γνωρίζω ἀκριβῶς ποιός εἶμαι
στὸ τέρας τοῦ καιροῦ
ποὺ μ᾿ ἔχει φυλακίσει στὴ σπηλιά του
σὰν μὲ ρωτάει ἀπαντάω ἀνυπόκριτα Οὔτις.

(Ἀνιπτόποδες καὶ σφενδονῆτες, 2005)»

~ . ~

«Οὔτις». Ἔτσι μᾶς συστήθηκε ἕνα βράδυ, τὴν 1η Δεκεμβρίου 2018, ὁ Τάσος Γαλάτης, ὅταν οἱ φίλοι του, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, συγκεντρωθήκαμε στὸ Περιστέρι, τὴν ἄλλη Νέα Ἰωνία τῶν Δυτικῶν Προαστίων, νὰ τιμήσουμε στὸ πρόσωπό του τὴ Δεύτερη Μεταπολεμικὴ Γενιά.

Εἶναι ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Ὀδυσσέας στὸν Πολύφημο. Τὸ ὄνομά μου εἶναι «Κανένας»∙ κι αὐτὸ τὸ «τέρας τοῦ καιροῦ» εἶναι ἡ μεταπολεμικὴ ἐποχή, ὁ γιγαντισμὸς τῆς ἰδιοτέλειας καὶ τῆς ἁρπαγῆς. Οὔτις ὁ ἔγκλειστος ποιητὴς ἀπέναντι στοὺς ἐπιτήδειους καὶ τοὺς τσαρλατάνους κάτω ἀπὸ τὸ ἀττικὸ φῶς. Στὸ ζοφερὸ παρὸν καὶ μέλλον τῶν Κυκλώπων ἀπάντησε μὲ τὴ λυτρωτικὴ μελαγχολία του, τὴν παρηγορητικὴ θλίψη. Ἔγραψε τὸ μεγάλο, μοιρασμένο σὲ ψηφίδες, ποίημα «κατηφορίζοντας μὲ τὴ σάκα του» στὸ μαῦρο φῶς. Ἐκεῖ, «στὸ νεκροταφεῖο τῆς μνήμης», ἔχτισε τὴν ἀληθινή του πατρίδα. Μιὰ νέκυια χωρὶς ἐπιστροφή.

1944 . «Γωνία Δυοβουνιώτου καὶ Τζαβέλλα»: Τὸ σχολεῖο τῶν ἀδελφῶν Στελίου, ἡ μουβιόλα, ἡ ἀσπρόμαυρη ζωή, ὁ Σαρλό, ὁ Χονδρὸς καὶ ὁ Λιγνός, ὁ Νότης καὶ οἱ ἀδελφές του καὶ τὸ ἀθῶο (;) τους ἀλισβερίσι μὲ τοὺς Γερμανούς, ἡ Στέλλα τοῦ Γαβρίλη μὲ τὸ μικρό της πιάνο ἀγκαλιά, τὸ μπαλκόνι μὲ τοὺς γρύπες, τὸ κιγκλίδωμα μὲ τοὺς ἐρωτιδεῖς, ἡ ἅμαξα τοῦ Τέλλου Ἄγρα, οἱ Ἐλασίτες καὶ οἱ Χίτες, τὸ ξόδι τοῦ Γ’ Ράιχ, τὰ τεθωρακισμένα καὶ τὰ ὁδοφράγματα [τοῦ Δεκέμβρη], ἡ κόλαση τοῦ ποιητῆ χωρὶς Βιργίλιο. «Ἀπὸ ἐκεῖ κατέβηκε στὸν Πειραιὰ ὁ Σωκράτης, μὲ συντροφιὰ τὸν Γλαύκωνα τοῦ Ἀρίστωνος, / πρὶν καταλήξει στὸ σπίτι τοῦ γηραιοῦ Κέφαλου / ὅπου ὁ διάλογος γιὰ τὴν δίκαιη πολιτεία». Ἐκεῖ ἐπιστρέφει ὁ ποιητής, δηλαδὴ τὸ παιδὶ πρὶν συναντήσει τὸν ποιητή, σὰν «ἴσκιος τοῦ ἄλλου αἰώνα». Μνῆμες καὶ νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές. Ὁδοιπορικὸ στὴ γλώσσα. Ἀπὸ τὰ ὡραῖα Ἑλληνικὰ τοῦ Θεοφάνους τοῦ Ὁμολογητοῦ (ἀντιγράφω πάντοτε), τὸ 528 ἀπὸ Χριστοῦ γεννήσεως, μέχρι τὰ δύσμοιρα ἑλληνικά μας, σήμερα ποὺ πληθαίνουν τὰ κολαστήρια.

Στὴ Νέα Ἰωνία μετά, ἔφηβος, στὶς γειτονιὲς τῶν προσφύγων, τῶν ὑφαντουργείων, τῶν λιγνιτωρυχείων, μὲ τοὺς ἴσκιους τοῦ Μίμαρου, τοῦ Κατσαντώνη, τοῦ μούλου τῆς καλογριᾶς, τῆς Κλεφτουριᾶς, χαρτονένιους κι ἀλώβητους μὲς στοὺς αἰῶνες, μέσα στὴν ποίηση. Κι ἀκόμη, ἐν ἔτει 2005 καὶ 2025, ἐκεῖ, μὲ τὰ ἀλλοτινὰ χαμίνια (τοὺς μετέπειτα «χιτλερίσκους καὶ σταλινίσκους»), τοὺς ἀνιπτόποδες καὶ σφενδονῆτες, ἀνεβάζοντας τὶς φτωχογειτονιὲς στὸν οὐρανό, ἐπειδὴ «ἔτσι χτίζονται οἱ οὐτοπίες», τὸ ἄλγος τοῦ νόστου καὶ ἡ διάψευση. Στὴ θέση τῆς Ἐδὲμ ποὺ δὲν θὰ ζήσουμε ποτέ, ἔρχεται ἡ ποίηση καὶ μᾶς παρηγορεῖ.

Στὴν Ἀθήνα, τέλος, ὥριμος (ὡραῖος, στὴν ὥρα του)∙ τὴν Ἀθήνα τῆς πεταμένης σύριγγας, τῶν σκύβαλων, τοῦ ἐπιούσιου θανάτου, τῆς ἐπαιτείας, τῶν μεγαλαυχούντων ἡρώων τοῦ 1-1-4 καὶ τοῦ Πολυτεχνείου, τῶν βαθύχρωμων καὶ τῶν νεγροειδῶν στὶς στάσεις τοῦ μετρό. Μὲ «τοὺς γιοὺς τῆς Μαύρης Ἀθηνᾶς, τὶς ἱέρειες τῆς Μαύρης Ἀφροδίτης», στὴν Σωκράτους, τὴν Εὐριπίδου, τὴν Σοφοκλέους (τί εὐκλεῆ ὀνόματα!) τῆς πιάτσας καὶ τῆς δοσοληψίας. Ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου ἐγγεγραμμένη σὲ στιγμιότυπα καὶ ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος μας διὰ χειρὸς Τάσου Γαλάτη. Ἐδῶ κοντὰ ὁλοκληρώνεται ἡ Κάθοδος (2011) στὸν Ἵππιο Κολωνό, ὅπου κατέφυγε ὁ ἄλλος ἀπόπτολις, ὁ τυφλὸς γέροντας (Ὁ σημειωμένος, 2005), πρὶν ἀπὸ τὴν τελευταία του κάθοδο στὸ μαῦρο φῶς. «Ἔτσι μποροῦμε νὰ μαντέψουμε / ποιός ἦταν ὁ Οἰδίποδας / γιατί παράτησε τὴν Κόρινθο, τί γύρευε στὴ Θήβα / γιατί διάλεξε τὰ σκοτάδια»∙ νὰ μαντέψουμε τὴν ἐμμονὴ τοῦ Τάσου Γαλάτη νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν ἀόμματο, χωλὸ ἐπαίτη ἔξω ἀπὸ τὶς φάμπρικες τῶν ἀπορριγμένων.

Μὲ ὀδύνη ἔγραψα καὶ ἀντέγραψα αὐτὲς τὶς γραμμές. Καὶ μὲ τὴν πεποίθηση τῆς ματαιότητας. Δὲν ἀποχαιρετᾶς τὴν ποίηση∙ οὔτε τὸν ποιητή. Σκέφτεσαι τὴ γενιά του, τὴ δεύτερη μεταπολεμική, ποὺ ὁλοκληρώνει σιγὰ-σιγὰ τὸ ἔργο της. Τὴν ἔχουν ἤδη σκεπάσει οἰμωγὲς καὶ σκαλαθύρματα τῶν μυριάδων γραφόντων (καὶ γραφουσῶν). Οἱ λίγες (ἐλάχιστες) καλὲς φωνὲς κινδυνεύουν μὲ καταποντισμό. Πλήθουσα πιθηκισμῶν ἡ ἀγορὰ ποὺ ἀγλάιζε κάποτε ἡ ποίηση. «Θὰ πεθάνω καὶ ὁ κόσμος δὲν θὰ θυμᾶται οὔτε ἕνα στίχο μου», ἔλεγε συχνὰ ὁ Γαλάτης στὴν ὄλβια «παρέα» τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ποὺ ἁπλωνόταν νοερὰ στοὺς 134 καταγεγραμμένους τῆς γενιᾶς του καὶ σὲ πολλὰ «παιδιὰ» τῆς τρίτης γενιᾶς.

Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2017 ταξίδεψα μὲ τὸν Γαλάτη καὶ τὸν σκηνοθέτη Νίκο Θεοδοσίου στὴ Μάνη, τὴ γενέτειρα δύο λησμονημένων σήμερα ποιητῶν, τοῦ Κούλη Ἀλέπη καὶ τοῦ Ἰωάννη Λεοντακιανάκου. Ὁ Τάσος εἶχε προθυμοποιηθεῖ νὰ μιλήσει σὲ ἐκδήλωση γιὰ τοὺς δύο Λάκωνες ποιητές. Χωρὶς χαρτιά, σημειώσεις καὶ βιβλία ἀπήγγειλε, μὲ τὸ μέτρο τῆς ποιητικῆς του εὐφυΐας, ποιήματα τοῦ Ἀλέπη, τοῦ ἐφηβικοῦ του ἰνδάλματος. Πέρασε στὴν ἀπὸ στήθους (ἐννοεῖται) ἀπαγγελία τοῦ πρώτου χορικοῦ στὴ θαυμαστή, ὄσο καὶ ἄγνωστη, μετάφραση τοῦ Ἀλέπη στοὺς Πέρσες τοῦ Αἰσχύλου. Προχώρησε στὸ δεύτερο χορικὸ καὶ σταμάτησε κάπου στὰ μισά, γιὰ νὰ ρωτήσει ἂν εἶχε κουράσει τὸ ἀκροατήριο. Θὰ συνέχιζε ἐπ᾿ ἄπειρον. Τὸ ἴδιο ἔκανε «ἐπάνω στὸν καφέ» μὲ τὰ «ἀτελεύτητα» τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Σικελιανοῦ, μὲ τὸν Πορφύρα, τὸν Οὐράνη, τὸν Λαπαθιώτη∙ μὲ τὰ σύντομα λυρικὰ τοῦ Ρίτσου, τὸν ὁποῖο διατεινόταν «παίζων» ὅτι δὲν συμπαθεῖ.

Ποιητικὴ λειτουργία ποὺ κρατᾶ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπινόηση τῆς γραφῆς, καὶ ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. Νέκυια πολλῶν σταθμεύσεων, ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ Ἐφέσιο μέχρι τὶς ἀόρατες πλάκες τοῦ Κολωνοῦ:

Η ΟΔΟΣ

Ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή
Ἡράκλειτος, 60

Χρόνια τώρα, τρεῖς δεκαετίες περίπου,
ἀνεβοκατεβαίνοντας τὴ Μεσογείων μὲ λεωφορεῖο ἢ πεζῇ
συλλαβίζω σιωπηλὰ τὸν λόγο τοῦ Σκοτεινοῦ Ἐφέσιου
ὅτι σὲ τίποτα δὲν διαφέρει ὁ ἀνήφορος ἀπὸ τὸν κατήφορο.
Δὲν ἔβλεπε βέβαια ἐκεῖνος στὶς ἀγυιὲς τῆς Ἰωνίας
ὅ,τι ἀντικρίζω ἐγὼ σήμερα στὸ πάλαι ποτὲ κλεινὸν ἄστυ,
τ᾿ ἁμάξια ὅμως, ἱπποκίνητα ἢ αὐτοκίνητα
σὲ τίποτα δὲν ἀλλάζουν τὸ νόημα τῆς ὁδοῦ,
ἐκτὸς κι ἂν ἄλλα ἐννοοῦσε ποὺ δὲν μπορῶ νὰ συλλάβω,
μὰ τί νὰ πῶ ἐγώ, ἀφοῦ ὣς καὶ ὁ Σωκράτης
παρὰ τὸ δαιμόνιό του εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ Δήλιο κολυμβητὴ
γιὰ νὰ καταδυθεῖ στὸ μυστικό τους.

Ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ἡ αὐτή,
ὅμοια μ᾿ ἐκείνη ποὺ διέτρεξα μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ
ἀπὸ τὸ ἕνα σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας στὸ ἄλλο
ἀνηφορίζοντας ἢ κατηφορίζοντας στὸν ἴδιο δρόμο
μὲ τ᾿ ἀφηνιασμένα κάποτε ἄλογα
καὶ τὰ δαιμονισμένα τροχοφόρα τώρα,
τὰ ἔντρομα σκυλιὰ καὶ γατιὰ στὴν ἄσφαλτο,
τοὺς διαδηλωτὲς ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Ἄμυνα,
τὰ ἀσθενοφόρα εἰσβάλλοντας ἀπειλητικὰ
στὸ Νοσοκομεῖο Θώρακος καὶ στὸ Γενικὸ Κρατικό

κι ἐγὼ ἀναζητώντας μάταια κάποιο Δήλιο κολυμβητὴ
νὰ μοῦ ἐξηγήσει ἐπὶ τέλους
τὴν πορεία καὶ τὸν ρυθμὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

11.10. 2007

Χαῖρε ποιητή, ποιητή μας, φίλε ἀκριβέ. Ἡ μελαγχολία σου μᾶς βοηθᾶ νὰ ζήσουμε ποιητικά, ὅπως ζήτησε ὁ ἄλλος ἔγκλειστος τοῦ Τύμπινγκεν, κατὰ τὴ δύναμή του ὁ καθένας.

4-5 Ὀκτωβρίου 2025

του ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ από την ιστοσελίδα neoplanodion.gr


Ο Τάσος Γαλάτης “συνομιλεί” με την “Αποκριά”* του Μίλτου Σαχτούρη

Ένας άλλος ποιητής, καθόλου υπερρεαλίζων αλλά οπωσδήποτε μεταπολεμικός, ο Τάσος Γαλάτης (γεν. 1937), που υπηρέτησε και ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, συναντήθηκε κι αυτός με την σαχτουρική «Αποκριά». Στο ποίημα «Τα βράδια», που περιλαμβάνεται στη συλλογή Νυχτερινή Οξυγραφία ο Γαλάτης γράφει:

«Νωρίς τα βράδια
πριν περάσουνε τ’ απορριμματοφόρα
μπορείτε να με βρείτε βρέξει χιονίσει
να σκαλίζω τους κάδους με την επιμέλεια ρακοσυλλέκτη
ψάχνοντας, δεν ξέρω τί ψάχνοντας μέσα στα σκουπίδια
όχι βέβαια για να ’βρω τους παλιούς μου ήρωες
Κατσαντωναίους, Κολοκοτρωναίους, καπετάν Απέθαντους
αυτοί έχουν θαφτεί παντοτινά στη χωματερή του νυν αιώνος
αντάμα με τις χάρτινες σκιές του Μίμαρου
και την Καλογραίζα του ’45
τα εμβατήρια, τα χωνιά, τα οδοφράγματα
κι εκείνες τις πολύχρωμες σημαίες
που γιόρταζαν τη λευτεριά·
για την αποκριά σας λέω του Σαχτούρη…»

Άραγε η έκδηλη ειρωνία του Γαλάτη αφορά (μόνο) το παλαιότερο ποίημα ή και την πρόσληψη και την χρήση του; Όλα όσα ψάχνει το ποιητικό εγώ «με την επιμέλεια ρακοσυλλέκτη» – μοτίβο, άλλωστε, αγαπητό στην ποίηση του Γαλάτη – γίνανε σε έναν άλλο κόσμο, όπως και η κατά Σαχτούρη «Αποκριά». Γίνανε, θάφτηκαν και παραμένουν ασφαλώς αθάνατα, αφού γύρω από αυτά περιστρέφεται εμμονικά μεγάλο μέρος της ποίησης του Γαλάτη, διεκδικώντας με τη σειρά του έναν χαρακτήρα ποίησης-ντοκουμέντου. Η διαφορά είναι πως στα ποιήματα του Γαλάτη το ποιητικό εγώ, χωρίς να εξωραΐζει, μοιάζει να νοσταλγεί ακόμη και τα χρόνια της εμφύλιας σύρραξης. Όλα τούτα τα φρικτά και τα απαίσια, που με τον ιδιαίτερο, υπερρεαλιστικό τρόπο του (αλλά όχι του ανερμάτιστου υποσυνείδητου!), σκηνοθετεί και διεκτραγωδεί ο Σαχτούρης, ο ρακοσυλλέκτης του Γαλάτη τα αναζητά, μάταια μεν αλλά και με επιμέλεια.

Άλλα ποιήματα του Γαλάτη, της ίδιας ενότητας, αναφέρονται επίσης, ρητά μάλιστα, στον Εμφύλιο, με την καυτερή νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, της ονειρικής, παραδείσιας μήτρας. Έτσι τελειώνει το ποίημα «Βεζυροπούλες»:

«Τί σπουργίτια, Θε μου, τα ξημερώματα, οι δεκαοχτούρες,
τα κοτσύφια
κι όταν ασήμι στάζουνε οι γειτονιές στο φεγγαρόφωτο
τί μάγκες βγαίνουν για σεργιάνι, τί ρεμπέτες.
Πώς λαμπάδιαζαν με το τραγούδι τους την Καλογραίζα
του εμφύλιου
τη φτωχομάνα του χαμού και της σφαγής

Αυτό κι αν είναι αντιστροφή του κλίματος. Να περιγράφεις με λυρικό ενθουσιασμό, με συγκίνηση και γλαφυρότητα την Καλογραίζα του Εμφύλιου, τον Εμφύλιο ολόκληρο δηλαδή. Ολόκληρη η συγκεκριμένη ενότητα με τίτλο «Οι σκιές» της συλλογής αυτής του Γαλάτη αξίζει να μελετηθεί σε βάθος, ειδικά ως προς τον τρόπο που απηχεί την εμφυλιακή εμπειρία, με την πένα γερά ριζωμένη στο παρόν (στον κάδο, δηλαδή, των απορριμμάτων….).

Εκεί, τώρα, που έβλεπε ο παλαιός ποιητής έναν εφιαλτικό κόσμο μιας αντεστραμμένης γιορτής, ο νεότερος βλέπει, κοιτώντας προς τα πίσω, ένα αληθινό πανηγύρι, με τους μυθικούς του ήρωες, τις περίφημες φιγούρες του θεάτρου σκιών και τον καραγκιοζοπαίχτη τους, τις πολύχρωμες σημαίες (μια σαφής αναφορά στο σύνολο των μερών που ενεπλάκησαν στον Εμφύλιο) αλλά και στον τόπο (Καλογραίζα) και τον χρόνο (1945), που σημαίνονται από τους πανηγυρισμούς και τα γλέντια, από μια διάχυτη τρέλα και ευφορία για την απελευθέρωση και ας έχει ήδη προηγηθεί η εμφυλιακή σκιά του Δεκεμβρίου 1944. Η ατμόσφαιρα εμπεριέχει όλη της την εκρηκτική αντίφαση: εμβατήρια, χωνιά, οδοφράγματα. Μπορούμε άραγε να αντιστοιχήσουμε τα εμβατήρια στην κυβερνητική πλευρά, τα χωνιά στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τα οδοφράγματα στη γραμμή πυρός που τους χώρισε;

Όπου ο Σαχτούρης, γράφοντας στον άμεσο απόηχο των γεγονότων, έβλεπε νεκρά παιδιά, μαχαιρωμένα φεγγάρια και απόκοσμες γιορτές, ο Γαλάτης θυμάται, γράφοντας με μεγάλη απόσταση από τα γεγονότα, απλώς και μόνο το υλικό όχι μιας αλήθειας αλλά μιας (παιδικής) ηλικίας. Να θυμίσουμε εδώ τον Ρίλκε; «Τέχνη είναι παιδική ηλικία». Στο παλαιό ποίημα, του Σαχτούρη, το κακό «παγώνει» στον χρόνο με τη βοήθεια της ποίησης. Στο πρόσφατο ποίημα, το κακό έχει σαρωθεί μαζί με το καλό από την Ιστορία. Κείται χάρη σε αυτήν βαθιά μέσα στον κάδο των αχρήστων. Ασυμφιλίωτος είναι μονάχα με τον χρόνο ο αφηγητής του Γαλάτη, αλλά και αυτό γλυκά το πραγματεύεται. Κι αν κάποιοι άλλοι δυσκολεύονται να συγχωρήσουν και να συμφιλιωθούν, το ποιητικό εγώ στο ποίημα «Στα Πατσαβουρέικα» συγχωρεί παραδειγματικά τους βασανιστές της παιδικής ηλικίας, χιτλερίσκους και σταλινίσκους αδιάφορο, που πεθαίνουν σήμερα στα βόρεια προάστια:

Στα Πατσαβουρέικα

Τί γίνηκαν αλήθεια
τα χαμίνια του παλιού καιρού
οι παίδαροι με τα κοντά παντελονάκια
το κουρεμένο το κεφάλι σύρριζα
το καθρεφτάκι στην κωλότσεπη και την τσατσάρα
μόλις φυτρώναν μια σταλίτσα τα μαλλιά τους.

Οι γόησσες του Μουταλάσκη στο μπαμπάκι βουτηγμένες
όταν μας προσπερνούσαν χωρατεύοντας
πού κρύβονται οι βασανιστές μου στα καλά καθούμενα
παντοτινά τώρα χαμένοι, άφαντοι
πεθαίνοντας στα βόρεια προάστια
τα χτεσινά χαμίνια στα Πατσαβουρέικα
οι χιτλερίσκοι και οι σταλινίσκοι της γενιάς μου
οι σημερινοί αφεντάδες μας,

τί γίνηκαν αλήθεια…

Μεγάλος ο πειρασμός να συζητήσει κανείς αυτά και άλλα ποιήματα του Γαλάτη, εκείνη τη Ρίτα Χαίηγουωρθ, πχ, του ποιήματος «ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΛΑΣ», συγκριτικά με την σαχτουρική «Αποκριά». Να παραβάλει, επιπλέον, το απλό αφηγηματικό ύφος του Γαλάτη με το υπερρεαλίζον μπαρόκ του Σαχτούρη και να στοχαστεί μετά πάνω στο υλικό της αλήθειας και πάνω στο υποσυνείδητο και το έρμα του.

Στα κατά Γαλάτη «Βράδια», σημερινά βράδια, του 21ου αιώνα, ο αφηγητής (ένας ποιητής; ) ψάχνει στα σκουπίδια ήρωες, καραγκιόζηδες και, στρεφόμενος προς εμάς, εξηγεί: «για την αποκριά σας λέω του Σαχτούρη…». Ο τόνος είναι αινιγματικός. «Δανείζεται» άραγε τη σαχτουρική «Αποκριά» για να περιγράψει όλα όσα προηγήθηκαν; Αποτίει φόρο τιμής στον Μ.Σ.; Ή μήπως τον σαρκάζει; Διότι άλλο να βρίσκονται στον κάδο οι αθλιότητες και οι χίμαιρες μιας εποχής, και άλλο να συμπαρασύρεται μαζί τους η ποίηση που, υποτίθεται, τα μνημείωσε.

Ίσως όμως ο Γαλάτης αφήνει σκόπιμα το ζήτημα ανοιχτό, τόσο ως προς το αφηγούμενο ποιητικό εγώ όσο και ως προς εμάς, τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες. Για το ποιητικό εγώ του Γαλάτη, η Ιστορία με κεφαλαίο «Ι», ο Εμφύλιος, ήταν το ντεκόρ του βασανισμού του από τα βίαια αγόρια στα Πατσαβουρέικα. Ό,τι και να συνέβαινε στη γενική συνθήκη, ο ποιητής έχει πάντα μια πολύ προσωπική ιστορία να κομίσει.

Στο ποίημα «Ρακοσυλλέκτης» το λέει ξεκάθαρα: ρακοσυλλέκτης θέλει να γίνει το ποιητικό εγώ, «μήπως και περισώσω έτσι από τη χωματερή του αιώνα/ τα ξεσκλίδια του 21, την Καλογραίζα του 45/ τα ράκη του αλλοτινού κόσμου. / Μονάχα τα δικά τους κουρέλια/ μπορούν σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς/ να ντύσουνε την ποίηση».

Να ’τοι, ξανά, οι χαλεποί καιροί. Και να το ζήτημα της ποίησης σε τέτοιους καιρούς που, στην ελληνική τουλάχιστον ποίηση, τίθεται επιτακτικά και γκρινιάρικα, ξανά και ξανά, από την εποχή του Χαίλντερλιν, με κίνδυνο κάποια στιγμή να έχει την τύχη του ψεύτη του βοσκού. Να η νοσταλγία — της παιδικής ηλικίας, κι ας ήταν εμπόλεμη και βίαιη, κι ας ήταν θέατρο μιας εφιαλτικής, αντεστραμένης αποκριάς. Ο ρακοσυλλέκτης ποθεί να ξαναστήσει στη σκηνή το Θέατρο Σκιών — δεν πα να λέτε εσείς για γυάλινους χαρτοπόλεμους και μαχαιρωμένα φεγγάρια, μοιάζει να μας λέει. Όσο και να κυλίστηκε στη λάσπη το ’21 (μοιάζει να μας λέει, επίσης), χρειαζόμαστε ένα κάποιο ’21 για να συνεχίσουμε. Οι κάδοι θα είναι διαρκώς γεμάτοι από κάποια αποκριάτικα απομεινάρια.

*Η αποκριά

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                                                        η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους

                                                        που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν
 φάλαγγες στρατιώτες έν δυο
έν δυο με παγωμένα δόντια
Το βράδυ βρήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένοΜακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή

                                                                        η αποκριά

Μίλτος Σαχτούρης

από την ιστοσελίδα hartismag.gr