Άρθρο στην “Πρωινή” της Μαρίας Γκατσούκα, Ομότιμης Καθηγήτριας Πανεπιστημίου  Αιγαίου

Οι πατριαρχικές κοινωνίες, χαρακτηρίζονται από δομική βία. Συνθετικά συστατικά της είναι, γενικά, η εξουσία και η ανισότητα. Η δομική βία έχει συχνά ως στόχο τις γυναίκες και συντηρείται μέσω της κοινωνικοποίησης των φύλων, της δημιουργίας έμφυλων προκαταλήψεων και της συνεχούς απειλής βίας, παράγοντες οι οποίοι συνολικά θέτουν τις γυναίκες σε κατώτερη θέση και επηρεάζουν τις κινήσεις και τις ενέργειές τους σε όλα τα επίπεδα. Συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποτελεί ακραία μορφή διάκρισης κατά γυναικών. Συμπεριλαμβάνει όλες τις πράξεις βίας που συνδέονται  με το φύλο και οι οποίες προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν σε γυναίκες και κορίτσια σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική,  οικονομική βλάβη ή οδύνη. Συμπεριλαμβάνει ακόμα και απειλές για τέτοιες πράξεις, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας και οι βίαιες αυτές ενέργειες  ασκούνται στο πλαίσιο τόσο της δημόσιας όσο και της  ιδιωτικής σφαίρας της ζωής. Το σημαντικό χαρακτηριστικό τους είναι ένα καταχρηστικό πρότυπο συμπεριφοράς, που εφαρμόζεται με την πάροδο του χρόνου εντός ή εκτός της οικογένειας. Δεν επηρεάζει μόνο την ψυχική υγεία των ανθρώπων, συχνότερα γυναικών και κοριτσιών και τα κοινωνικά τους δίκτυα, αλλά τους στερεί επίσης τις ευκαιρίες για μελλοντική προσωπική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη. Οι γυναίκες και τα κορίτσια επηρεάζονται βαθιά από τις μισογύνικες σωματικές, σεξουαλικές και ψυχολογικές συμπεριφορές που βιώνουν, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε τραυματισμό και ακρωτηριασμό, ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και ανασφαλείς αμβλώσεις, σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις, κατάθλιψη, άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, χρόνιο πόνο, διαταραχές  ύπνου, χαμηλή αυτοεκτίμηση ενώ δεν είναι σπάνιο να καταλήξει σε γυναικοκτονία

Ακραία μορφή έμφυλης βίας αποτελεί η γυναικοκτονία (femicide). Το βασικό κίνητρο μιας γυναικοκτονίας είναι το φύλο του θύματος, αλλά συχνά και η άρνηση συμμόρφωσής του στα πατριαρχικά προτάγματα (συμμόρφωση/υποταγή), άρνηση που επιτάσσει την τιμωρία του με τον πιο ακραίο τρόπο. Με δυο λόγια, η γυναικοκτονία είναι η θανάτωση των γυναικών από τους άνδρες, αλλά και κάποιες γυναίκες, που λειτουργούν προς όφελος των ανδρών, επειδή είναι γυναίκες. Αφορά όλες τις μορφές και τα είδη σεξιστικής δολοφονίας, ανεξάρτητα από το εάν προκαλούνται από μισογυνισμό, από σεξουαλική ευχαρίστηση ή από την αίσθηση της κυριαρχίας επί των γυναικών και άλλων θηλυκοτήτων.Πρόκειται κατά συνέπεια για ένα σεξιστικό, τιμωρητικό, έγκλημα, για συγκεκριμένη πατριαρχική, σεξιστική πολιτική με εργαλείο τη δολοφονία. Η γυναικοκτονία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δολοφονία μιας γυναίκας ως αποτέλεσμα της βίας από τον σύντροφό της ή άλλο μέλος της οικογένειας, τα βασανιστήρια και τον μισογυνιστικό φόνο των γυναικών, όπως και μελών της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας άλλωστε, τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο όνομα της λεγόμενης τιμής και άλλων φόνων που σχετίζονται με επιζήμιες πρακτικές σαν αυτές της προίκας, τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο των ένοπλων συγκρούσεων και τις περιπτώσεις θηλυκών εμβρύων και νεογνών εξαιτίας του φύλου τους κ.ά.

Κατά την άποψή μας, ο όρος γυναικοκτονία ξεπερνάει τη σημασία του εγκλήματος και συμπυκνώνει την αντίσταση στα πολλαπλά είδη της γυναικοκτονίας. Στην ουσία πρόκειται για υποκίνηση σε πολιτιστική αλλαγή, που δεν θα ανέχεται την έμφυλη ανισότητα και βία και δεν θα έχει χώρο γι’ αυτού του είδους τα φαινόμενα. Ο ίδιος ο όρος αποτελεί πολιτική ατζέντα, όπως εύστοχα αναφέρεται στη Διακήρυξη της Βιέννης του ΟΗΕ (2013).  Το βέβαιο είναι πως σήμερα οι όποιες προσπάθειες, απέχουν ακόμα από την ολοκληρωμένη οριοθέτηση του προβλήματος. Παρατηρείται σοβαρό έλλειμμα σχετικών δεδομένων, ερευνητικών μεθοδολογιών και εργαλείων, άρα και εκτεταμένων έγκυρων ερευνών, παράλληλα με έλλειμμα άμεσης ή έμμεσης αναγνώρισης και αποδοχής των φόνων ως εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, λόγω του μεγέθους των συγκεκριμένων δολοφονιών, ως εγκλημάτων μίσους με σεξιστικά κίνητρα. Το κοινωνικό-πολιτιστικό πλαίσιο εντός του οποίου διαπράττονται οι γυναικοκτονίες και οι θηλυκτονίες, τα χαρακτηριστικά των δραστών και κυρίως η σχέση θύματος-θύτη είναι που διαφοροποιούν τις γυναικοκτονίες από τις υπόλοιπες ανθρωποκτονίες. Ταυτόχρονα είναι υπαρκτό το έλλειμμα σχετικής ευρείας ευαισθητοποίησης της κοινωνίας, το έλλειμμα κρατικών λειτουργών ικανών να διερευνούν και να παρεμβαίνουν στην αναχαίτιση της βίας σε όλες της τις εκφάνσεις, ενώ διάχυτη είναι η πεποίθηση της ατιμωρησίας που απολαμβάνουν εξουσιοδοτημένα κρατικά όργανα που ολιγωρούν, παρά την ύπαρξη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τουλάχιστον, και στην Ελλάδα, σχετικού θεσμικού πλαισίου που την προβλέπει (λ.χ. Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης)

Τα φεμινιστικά και γυναικεία κινήματα έχουν ψηλά στην πολιτική τους ατζέντα το ζήτημα των δικαιωμάτων που συνδέονται με το φύλο και πριν από όλα το ζήτημα της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών. Απαιτούν την άμεση κατάρτιση Σχεδίου Δράσης που θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα ολιστικά  σε τρία επίπεδα: ατομικό, διαπροσωπικής σχέσης θύματος- δράστη και κυρίως κοινωνικό/ δομικό, το οποίο χαρακτηρίζεται από έμφυλη ανισότητα, έλλειμμα κοινωνικού κράτους, ανεπαρκή ασφάλεια κ.λπ. Απαιτούν ένα Σχέδιο Δράσης που θα ξεκινά με την  ένταξη του όρου «γυναικοκτονία» στον Ποινικό Κώδικα, την επιμόρφωση -ευαισθητοποίηση όλων των εμπλεκομένων στην αντιμετώπιση του εγκλήματος κρατικών οργάνων (αστυνομικών, δικαστών/τριών κ.ά.), τη δημιουργία και στελέχωση όσων  δομών υποδοχής και συμβουλευτικής θυμάτων απαιτούνται,  τη μέριμνα για τις οικογένειες των θυμάτων και ιδιαίτερα των παιδιών τους, την ένταξη μαθημάτων φύλου και σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και, τέλος, τη διάθεση των απαραίτητων πόρων, ανθρώπινων και οικονομικών για την υλοποίηση του Σχεδίου.