Τον τελευταίο καιρό ορισμένοι τοπικοί παράγοντες έχουν αποφασίσει να μετατρέψουν τη δημόσια σφαίρα της μικρής μας κοινωνίας σε ένα γλωσσικό και διανοητικό απόπατο.Ίσως να ελπίζουν ότι με αυτόν τον τρόπομπορούν να προσδώσουν ένα ξεχωριστόνόημα στα λόγια και στα έργα τους. Καθημερινά παραληρούν ακατάσχετα, ομιλούν δημοσίως ασυνάρτητα και ασύντακτα, χωρίς λογικό ειρμό, χωρίς καμία επαφή προς την πραγματικότητα. Κυνηγούν φαντάσματα. Βρίζουν υστερικά και χυδαιολογούν αχαλίνωτα με ύφος που ταιριάζει σε θαμώνες χαμαιτυπείου.
Περιέργως μάλιστα υποστηρίζονται από μια νεόκοπη «κλεφτουριά», η οποίααπόκαιρό έχει πιάσει «τ’ άρματα»για να μας επιβάλει την άποψη ότι αξίζουν δάφνες «κοινωνικής προσφοράς» σε όσους έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους να λυμαίνονται τον κοινωνικό και τον δημόσιο πλούτο.
Η ετερόκλητη αυτή κοινοπραξία, παρόλη τη φλυαρία της και γραφικότητά της, δεν υποβαθμίζει απλώς την ποιότητα του δημόσιου λόγου, ούτε ταπεινώνει μόνο τα μεγέθη της πολιτικής ζωής που αντιστέκονται σε αυτήν την παρανοϊκή συμμαχία. Απεργάζεται κάτι πολύ βαθύτερο και ανησυχητικά επικίνδυνο. Προβάλλει ως πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς ανήθικες και ανέντιμες μορφές δράσης που μέχρι πρότινος εθεωρούντο από όλους καταδικαστέες και απαράδεκτες.Διοχετεύει από υστεροβουλία στο κοινωνικό σώμα μια υπερβολή αρνητικότητας: εκτοπίζει από αυτό τις βασικές αξίες, το ήθος, την αλήθεια και την ομορφιά και στη θέση τους τοποθετεί τιςεπικοινωνιακές τεχνικές, το ψεύδοςκαι την ασχήμια. Μας κάνει σιγά σιγά να λησμονούμε το πώς πρέπει να σκεφτόμαστε, να μιλάμε και να πράττουμε για τις ανάγκες της καλλίτερης οργάνωσης και λειτουργίας του κοινωνικού μας βίου.Μας εξοικειώνει με το μη περαιτέρω. Δηλαδή με το τερατώδες, που απαιτεί την άνευ όρων παράδοσή μας.