Ο καπιταλισμός, ένα μόνο πράγμα δεν ξέρει και δεν μπορεί να κάνει: Να αλλάξει τον εαυτό του. Στον καθρέφτη αυτό που βλέπει του φαίνεται αιώνιο…
Μέχρι την Τετάρτη 11 Αυγούστου, η ψηλότερη θερμοκρασία που είχε ποτέ καταμετρηθεί επί ευρωπαϊκού εδάφους είχε σημειωθεί την Κυριακή, 10 Ιουλίου του 1977 στις 3 το μεσημέρι στην Ελευσίνα. Ήταν 48 βαθμοί Κελσίου. Ευτυχώς, ο οξύτατος και στατιστικά ακραίος καύσωνας της Κυριακής εκείνης κράτησε λίγο, μια μέρα μόνο. Όμως, όσο περνούν τα χρόνια, η σύντομη διάρκεια γίνεται όλο και λιγότερο χαρακτηριστικό των καυσώνων, αφού αυτοί έχουν αποκτήσει την κακή στατιστική συνήθεια να κρατάνε πολύ, όλο και πιο πολύ: ο πρόσφατος καύσωνας του τέλους Ιουλίου για παράδειγμα, μπορεί να έφτασε “μόλις” μέχρι τους 47,1 οC (στον Λαγκαδά) αλλά κράτησε έντεκα ολόκληρες μέρες – και ακολουθήθηκε από έναν ακόμα καύσωνα, ο οποίος έψησε ακόμα περισσότερο από εμάς τη νότια Ιταλία. Στις Συρακούσες στις 11 Αυγούστου το θερμόμετρο έγραψε 48,8 οC διαλύοντας το ρεκόρ της Ελευσίνας.
Το θερμό κύμα, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, κατευθυνόταν προς την Ιβηρική με μεγάλες πιθανότητες να γράψει ακόμα μεγαλύτερα νούμερα. Το κύμα αυτό επιπλέον χαρακτηρίστηκε και από πάρα πολύ υψηλές θερμοκρασίες τη νύχτα: το Σάββατο 31 Ιουλίου οι Καλύμνιοι δεν μπόρεσαν να κοιμηθούν, αφού τα θερμόμετρα δεν έπεσαν όλη νύχτα κάτω από το αξιοσημείωτο (επίσης ευρωπαϊκό) ρεκόρ των 34,3 °C. Όταν κάνει 34 βαθμούς το καταμεσήμερο λέμε “πολύ ζέστη σήμερα, τουλάχιστον θα δροσίσει το βραδάκι”. Ναι, καλά.
Όπως και αν έχει, κατά σύμπτωση εκείνον τον ίδιο Ιούλιο του 1977 που είδαμε τέτοιες πρωτόγνωρες θερμοκρασίες στα μέρη μας, οι επιστήμονες της Exxon (μιας από τις περιώνυμες “Επτά Αδελφές”, τις μεγάλες αμερικανικές πετρελαϊκές, που τότε ήταν ακόμα πολύ πιο σημαντικές για το παγκόσμιο σύστημα από όσο είναι σήμερα) παρουσίασαν στο Δ.Σ. της εταιρίας μια έκθεση (που θα την επικαιροποιούσαν και το 1981). Η έκθεση έφερε την επισήμανση ότι δεν πρέπει να την δει μάτι ανθρώπου έξω από την Exxon. Αφού διευκρίνιζε ότι τα πρώτα σημάδια ανθρωπογενούς αύξησης της θερμοκρασίας είχαν παρατηρηθεί ήδη από την δεκαετία του ’50, η έκθεση συνέχιζε με την ενδιαφέρουσα πρόβλεψη ότι μέχρι το 2025 η μέση θερμοκρασία του πλανήτη λόγω εκπομπών που “σύμφωνα με την συντριπτική πλειονότητα των ειδικών οφείλονται στην καύση ορυκτών καυσίμων”, θα έχει ανέβει κατά έναν βαθμό πάνω από τη μέση θερμοκρασία του 19ου αιώνα.
Είναι ενδιαφέρον ότι η Exxon (και οι υπόλοιπες πετρελαϊκές) σπατάλησε στις τρεις-τέσσερις δεκαετίες μετά την έκθεση αυτή εκατοντάδες εκατομμύρια σε εκστρατείες “ενημέρωσης” του κοινού όπου διάφοροι σοβαροί επιστήμονες αμφισβητούσαν πλευρές του φαινομένου, μια αμφισβήτηση που ρίζωσε σε τμήματα του ευρύτερου πληθυσμού. Επειδή, όπως καμιά φορά ακούγεται, η κλιματολογία είναι μια κάπως ανακριβής επιστήμη (ή, ακόμα καλύτερα, το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι μια απάτη για να τα αρπάξουν οι πλασιέ ανεμογεννητριών), η πρόβλεψη αυτή μπορεί να συγκριθεί με το τι ξέρουμε σήμερα, τέσσερις δεκαετίες μετά.
Η πρόσφατη 6η έκθεση για το κλίμα της Διακυβερνητικής Ομάδας για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) το θέτει ως εξής: “Η παγκόσμια θερμοκρασία επιφανείας του πλανήτη ήταν 1.09 °C υψηλότερη το 2011–2020 από ότι το 1850–1900”. Με άλλα λόγια η Exxon, στις εσωτερικές της εκθέσεις, αλλά όχι και στον δημόσιο λόγο της, πριν σχεδόν μισόν αιώνα, όταν τα εργαλεία της επιστήμης αυτής ήταν ακόμα στα σπάργανα, είχε με ακρίβεια καλύτερη του 10% προβλέψει την εκτίμηση που έχουμε σήμερα.
Τώρα πλέον ξέρουμε ότι “οι άνθρωποι παράγουν μεγάλες ποσότητες αερίων θερμοκηπίου κυρίως μέσω της καύσης ορυκτών καυσίμων, της γεωργίας, της καταστροφής των δασών και της αποσύνθεσης απορριμμάτων” (τα τελευταία παράγουν μεθάνιο σε μεγάλες ποσότητες). Η ξερή επιστημονική γλώσσα κρύβει το ιστορικό γεγονός: Το σχεδιάγραμμα της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας (το λεγόμενο “hockey stick”, λόγω της μορφής πλαγιαστού L που έχει), είναι το σχεδιάγραμμα της ιστορίας των θριάμβων του καπιταλισμού. Από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, ο τελευταίος, έχοντας απελευθερώσει θηριώδεις δυνάμεις επινοητικότητας, αραδιάζει τα θαύματα της τεχνολογίας του με επιταχυνόμενο ρυθμό εμπρός μας, με ένα “μικρό” μόνο τίμημα: τη διαρκή, εκθετική αύξηση της χρησιμοποιούμενης ενέργειας. Ο συνολικός πλούτος του πλανήτη, που συνήθως τον μετράμε σε χρήμα, έχει εκτοξευτεί και αυτός. Τον πλούτο, όμως, αυτό θα μπορούσαμε κάλλιστα να το μετράμε και σε ενέργεια, σε τόνους κάρβουνου, σε εκατομμύρια βαρέλια πετρέλαιο, σε δισεκατομμύρια κυβικά φυσικού αερίου. Ο καπιταλισμός ήταν και παραμένει διψασμένος για ενέργεια, για να τροφοδοτήσει τα φώτα των πόλεών του, τις αλυσίδες παραγωγής των εργοστασίων του, τα υπολογιστικά του κέντρα, τα ποτάμια αυτοκινήτων του, σωρεύοντας πίσω τους τα υπολείμματα της καταναλωμένης, νεκρής εργασίας που χρειάστηκε για την παραγωγή, εργασίας μετρημένης σε δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα. Η θερμοκρασία του πλανήτη, που είχε μείνει περίπου σταθερή για αιώνες, όπως και η οικονομία του προκαπιταλιστικού πλανήτη, από τον 19ο αι. και μετά έχει εκτοξευτεί και αυτή κατακόρυφα.
Θεωρητικά, από την άποψη της φυσικής, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα εδώ. Αν η ενέργεια είναι το ζήτημα, υπάρχει άφθονη καθαρή ενέργεια γύρω μας. Κάθε ώρα η ατμόσφαιρα της γης απορροφά περισσότερη ενέργεια από τον ήλιο από όση είναι η συνολική ετήσια κατανάλωση ενέργειας της ανθρωπότητας. Το “μόνο” που χρειαζόμαστε είναι ένας τρόπος να τη μαζέψουμε και να τη διανείμουμε, πρόβλημα για το οποίο μπορεί κανείς να σκεφτεί πολλές διαφορετικές μεθόδους. Ένα δεύτερο πρόβλημα για το οποίο οι φυσικοί και οι χημικοί έχουν έτοιμη λύση (αν και επί χάρτου μόνον) είναι η ανάγκη ανάκτησης και αποθήκευσης υπερβάλλοντος διοξειδίου από την ατμόσφαιρα. Επειδή έχουμε ήδη αργήσει πάρα πολύ, ό,τι κι αν κάνουμε από δω και πέρα, ακόμα κι αν με μαγικό τρόπο μηδενίζονταν οι εκπομπές αύριο, η γη θα συνεχίσει να θερμαίνεται. Χρειάζεται επομένως όχι μόνο να σταματήσουν οι εκπομπές, αλλά επιπλέον να μαζέψουμε αέρια θερμοκηπίου από την ατμόσφαιρα – και γρήγορα. Μέχρι τα μισά του αιώνα πρέπει να μαζεύουμε κάθε χρόνο περίπου όσο CO2 παρήγαγε η Αμερική το 2020, γύρω στα 17 δισ. τόνους.
Μόνο μια “λεπτομέρεια” μάς σταματάει, εδώ και 40 χρόνια που ξέρουμε το πρόβλημα, από το να ξεκινήσουμε να εφαρμόζουμε τα παραπάνω: μεταφρασμένες σε λεφτά, οι μέθοδοι αυτές από τη μία μεριά κοστίζουν (πολύ) και από την άλλη συνεπάγονται την αποδιάρθρωση όλων μα όλων των ιστορικών τρόπων με τους οποίους έβγαζε ως τώρα χρήμα ο καπιταλισμός. Έτσι, ενώ από τη μία δεν είναι καθόλου προφανές το πώς ακριβώς θα βγει κέρδος από την ευρεία και σωστή εφαρμογή αυτών των μεθόδων, από την άλλη είναι απολύτως προφανές ότι το σταμάτημα των εκπομπών αερίων θα χρειαζόταν το απότομο και δια μιας σταμάτημα της λειτουργίας (και άρα κερδοφορίας) πρακτικά όλων των διεθνών ομίλων, αλλά και των περισσότερων μικρών επιχειρήσεων, σε όλους τους παραγωγικούς τομείς (όχι μόνο στην ενέργεια!) και την αντικατάστασή τους με οικονομική δραστηριότητα όχι διαρθρωμένη γύρω από την κερδοφορία.
Είναι επομένως ένα πρόβλημα που για να λυθεί θα χρειαζόταν κεντρικό σχεδιασμό της μετάβασης, συνεργασία σε πολλά επίπεδα, μεταφορά τεράστιων πόρων (δηλαδή εργασίας) σε μη άμεσα κερδοφόρες δραστηριότητες (υποδομές, εκπαίδευση κτλ.), αναδιάρθρωση της καθημερινής ζωής δισεκατομμυρίων σε τρόπο που η κατανάλωση να μην είναι διαμορφωμένη όπως τώρα, ενδεχομένως μάλιστα με σοβαρότατη μείωσή της σε αρκετούς τομείς. Ο καπιταλισμός, που είναι ένα σύστημα που στην ιστορία του απελευθέρωσε γιγαντιαίες δυνάμεις επινοητικότητας και δημιουργίας, που αποδιάρθρωσε όλα τα προηγούμενα συστήματα, που άλλαξε ριζικά τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και διέλυσε όλες τις προηγούμενες βεβαιότητες, που ένα από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά του ήταν ότι πάντα μπορούσε να βρίσκει γρήγορα τον τρόπο να αλλάζει αυτό που φαινόταν αιώνιο και αναλλοίωτο, ένα μόνο πράγμα δεν ξέρει και δεν μπορεί να κάνει: να αλλάξει τον εαυτό του· γιατί στον καθρέφτη, αυτό που βλέπει του φαίνεται αιώνιο και αναλλοίωτο.