Κάλαντα: Η ψυχολογική αξία του εθίμου για το άτομο και την κοινωνία
24 Δεκεμβρίου, 2025
Share:
Γράφει η Ειρήνη Μεσσήνη, ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια
Κάθε χρόνο, τις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, οι παιδικές φωνές που τραγουδούν τα κάλαντα γεμίζουν τις γειτονιές. Για τους περισσότερους, πρόκειται για ένα έθιμο συνδεδεμένο με την παράδοση, τη νοσταλγία και τη χαρά των γιορτών. Για την ψυχολογία όμως, τα κάλαντα αποτελούν κάτι βαθύτερο, έναν σημαντικό φορέα συναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης, κυρίως για τα παιδιά, αλλά και ένα παράγοντα σύνδεσης και ταυτότητας για όλη την κοινωνία.
Τα κάλαντα, δεν είναι απλώς ένα γιορτινό τραγούδι. Είναι μια πράξη συναισθηματικής επικοινωνίας, ένα μάθημα κοινωνικής σύνδεσης και μια υπενθύμιση ότι η ψυχική ανάπτυξη καλλιεργείται μέσα από μικρές, καθημερινές, ανθρώπινες στιγμές.
Μεταβίβαση συναισθηματικής μνήμης
Τα κάλαντα λειτουργούν και ως γέφυρα ανάμεσα στις γενιές. Οι ίδιοι στίχοι που τραγουδιούνται σήμερα, τραγουδήθηκαν και από προηγούμενες γενιές. Αυτή η επανάληψη δημιουργεί ένα κοινό συναισθηματικό έδαφος, μια συλλογική μνήμη που προσφέρει αίσθηση συνέχειας, ταυτότητας και ασφάλειας. Σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα, τέτοιες σταθερές λειτουργούν προστατευτικά για την ψυχική υγεία.
Κοινωνική σύνδεση και αίσθηση του «ανήκειν»
Τα κάλαντα δεν λέγονται μόνα τους. Προϋποθέτουν ομάδα, ρυθμό, συγχρονισμό και επαφή με τον «άλλο». Το παιδί χτυπά την πόρτα, περιμένει απάντηση, τραγουδά και δέχεται αντίδραση. Μέσα από αυτή τη διαδικασία μαθαίνει βασικές κοινωνικές δεξιότητες: πώς να πλησιάζει, πώς να περιμένει, πώς να διαχειρίζεται την αποδοχή ή την απόρριψη. Παράλληλα, καλλιεργείται η αίσθηση του ανήκειν σε μια ομάδα που μοιράζεται κοινά σύμβολα και έθιμα.
«Να τα πούμε;»
Λένε ακόμη τα παιδιά τα κάλαντα στις μέρες μας;
Η φράση «να τα πούμε;» υπήρξε για πολλές γενιές ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ακούσματα των γιορτινών ημερών. Μια απλή ερώτηση, που όμως έκρυβε προσμονή, άγχος, χαρά και ελπίδα για ανταπόκριση. Σήμερα, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, το ερώτημα επανέρχεται με άλλη χροιά: λένε ακόμη τα παιδιά τα κάλαντα ή πρόκειται για ένα έθιμο που σταδιακά υποχωρεί;
Η απάντηση δεν είναι απόλυτη. Τα κάλαντα εξακολουθούν να ακούγονται, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Συχνά λέγονται οργανωμένα, σε σχολικά πλαίσια, σε συλλόγους ή με τη συνοδεία ενηλίκων. Η αυθόρμητη εικόνα των παιδιών που γυρίζουν τις γειτονιές, χτυπούν πόρτες και έρχονται σε άμεση επαφή με τους κατοίκους γίνεται ολοένα και πιο σπάνια. Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι πολλοί και διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση βέβαια, συνδέονται με τις αλλαγές του τρόπου ζωής, τις ανησυχίες, την ασφάλεια, την έλλειψη χρόνου και τη γενικότερη κοινωνική επιφυλακτικότητα.
Από ψυχολογική σκοπιά, η αλλαγή αυτή έχει ενδιαφέρον και σημασία. Τα κάλαντα δεν ήταν απλώς μια τυπική γιορτινή δραστηριότητα. Αποτελούσαν μια εμπειρία συναισθηματικής έκθεσης και κοινωνικής μάθησης.
Μέσα από τα κάλαντα το παιδί μάθαινε να πλησιάζει τον άλλον, να μιλά δημόσια, να συνεργάζεται με συνομηλίκους και να διαχειρίζεται την αβεβαιότητα της αντίδρασης που θα συναντήσει. Το άνοιγμα της πόρτας…συνοδευόταν από αναγνώριση, αλλά και από πιθανή άρνηση, στοιχεία απαραίτητα για την ανάπτυξη συναισθηματικής ανθεκτικότητας.
Η διαδικασία… ενίσχυε την αυτοεκτίμηση. Το βλέμμα, το χαμόγελο ή το «μπράβο» λειτουργούσαν ως ισχυρά μηνύματα αποδοχής. Ακόμη και η συμβολική προσφορά που ακολουθούσε είχε ψυχολογική σημασία, καθώς επιβεβαίωνε ότι η προσπάθεια του παιδιού είχε αξία. Μέσα από αυτή τη μικρή εμπειρία, το παιδί μάθαινε ότι μπορεί να προσφέρει χαρά και να γίνεται αποδεκτό στον κοινωνικό χώρο.
Παράλληλα, τα κάλαντα λειτουργούσαν ως γέφυρα επικοινωνίας μέσα στη γειτονιά. Δημιουργούσαν μια σύντομη, αλλά ουσιαστική στιγμή επαφής μεταξύ αγνώστων. Σε μια εποχή όπου η κοινωνική απομόνωση και η μοναξιά αποτελούν αυξανόμενα φαινόμενα, τέτοιες μικρές πράξεις σύνδεσης έχουν ιδιαίτερη ψυχολογική αξία. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ενήλικες συνδέουν τα κάλαντα με έντονα συναισθήματα νοσταλγίας και ασφάλειας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να εξιδανικεύσουμε το παρελθόν ή να αγνοήσουμε τις σύγχρονες ανάγκες και ανησυχίες. Σημαίνει, όμως, ότι αξίζει να αναρωτηθούμε πώς διατηρούμε τη βιωματική διάσταση των εθίμων. Όχι ως τυπική αναπαράσταση, αλλά ως ζωντανή εμπειρία που καλλιεργεί δεξιότητες, συναισθήματα και σχέσεις.
Ίσως, τελικά, το ουσιαστικό ερώτημα δεν είναι αν τα παιδιά λένε ακόμη τα κάλαντα. Το ερώτημα είναι αν εμείς, ως κοινωνία, παραμένουμε διαθέσιμοι να ανοίξουμε την πόρτα μας κυριολεκτικά και συμβολικά. Να ακούσουμε την παιδική φωνή, να της δώσουμε χώρο και να θυμηθούμε ότι μέσα σε ένα απλό «να τα πούμε;» κρύβεται η ανάγκη για επαφή, αποδοχή και ανθρώπινη σύνδεση.