
Ένας από τους πιο επιδραστικούς καλλιτέχνες του ελληνικού underground στην πρώτη του μεγάλη προσωπική συνέντευξη.
Γράφει ο Κώστας Μανιάτης
Μού ήταν ανεξήγητο πώς για ένα συγκρότημα σαν τους Χάσμα, με τόσο μεγάλο αποτύπωμα στο ελληνικό underground, δεν μπορούσες να βρεις online παρά δυο τρεις πληροφορίες. Πότε δημιουργήθηκαν, πότε διαλύθηκαν και πότε έβγαλαν δίσκο. Αυτά πάνω κάτω.
Αυτό το κενό με έστειλε στο search του Facebook, αναζητώντας τον Γιώργο Παυλίδη, τον άνθρωπο που έγραφε τα τραγούδια τους και που μοιραζόταν τα φωνητικά μαζί με τον Αντώνη Αποστολόπουλο.
Γίναμε φίλοι, μιλήσαμε, ξαναμιλήσαμε και τελικά δέχτηκε να μου δώσει την πρώτη του μεγάλη προσωπική συνέντευξη μετά από τόσα χρόνια στη μουσική.
Όμως ο Παυλίδης δεν είναι κάποιος που νοσταλγεί εύκολα. Δεν έχει λόγο να το κάνει, και έτσι, εντελώς φυσιολογικά, ήταν κάπως απροετοίμαστος για ερωτήσεις που τον έστελναν 30 χρόνια πίσω. Ο άνθρωπος είναι κάτι παραπάνω από ενεργός σήμερα. Παίζει στους Πεθαίνουν στο Τέλος, μια ανεξάρτητη μπάντα που έχει κάνει μεγάλη αίσθηση τα τελευταία χρόνια στο αθηναϊκό κοινό, κάτι εντελώς αναμενόμενο με βάση το υλικό τους.
Μιλήσαμε για όλα, λοιπόν, και ξεκινήσαμε κι εμείς, από εκεί που ξεκίνησαν όλα. Από την πόλη που μεγάλωσε.

Στον Πύργο που μεγάλωσες, όσοι ακούγατε πανκ, πού μαζευόσασταν; Υπήρχαν στέκια;
Δεν υπήρχε συγκεκριμένα κάποιο πανκ στέκι, μόνο ένα καφενείο που συχνάζαμε . Κατά κύριο λόγο μαζευόμασταν έξω, στην πλατεία της πόλης.
Ήμασταν μια παρέα εφήβων – μεταλλάδες, πάνκηδες, ροκάδες. Κάποιοι δεν άκουγαν και τίποτα. Απλά ήταν στην παρέα.
Ο κοινός παρονομαστής ήταν το έξω, η γύρα και η αλητεία.
Η αλητεία σε εισαγωγικά;
Και ναι και όχι.
Υπήρχαν προβλήματα και με την αστυνομία και πολλά άλλα, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες καταστάσεις.
Ακούγεται “νοσταλγικό” σήμερα αλλά τότε δεν ξέρω πώς το ζούσες.
Δεν αισθάνομαι κάποια νοσταλγία, με δεδομένο ότι αυτό που επικρατούσε ήταν μια αίσθηση περιορισμού και μια ανάγκη φυγής.

Και απ’ αυτήν την παρέα, πότε αρχίσατε κάποιοι να κάνετε πρόβες, παίζοντας πανκ;
Γύρω στο ‘93-‘94.
Πάντως, δεν θεωρώ ότι παίζαμε και αμιγώς πανκ, αλλά αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα. Νομίζω ότι μπορείς να το εντάξεις πιο εύκολα στο πλαίσιο του ελληνικού ροκ γιατί δεν είμασταν πάνκηδες. Κανένας από εμάς.
Ε, ναι αφού εσύ είχες μακριά μαλλιά τότε.
Όλοι είχαμε. Νομίζω ότι είμαστε οι γενιές που το πανκ εγκολπώθηκε στη ροκ μουσική με ένα γενικό τρόπο.
Δεν θυμάμαι ποτέ να είπαμε ότι πάμε να κάνουμε ένα πανκ συγκρότημα.
Αυτό που σίγουρα ακούγαμε ήταν ελληνικά γκρουπ μέσα στα οποία υπήρχαν πολλά πανκ συγκροτήματα, πολύ σημαντικά, έτσι κι αλλιώς. Η Γενιά του Χάους ήταν σημαία για εμάς.
Γι’ αυτό διασκευάσατε και τραγούδι τους;
Ναι. Επίσης ακούγαμε και Πίσσα Και Πούπουλα, Εκτός Ελέγχου, Panx Romana και πολλά άλλα. Γενικά άκουγα πολλή ελληνική σκηνή, την ξεκοκκάλιζα.
Βρίσκαμε δίσκους, αγοράζαμε από mail orders άλμπουμς, κάναμε trade με κασέτες, ανταλλάσσαμε γράμματα ή ντέμο με διάφορα γκρουπ από διάφορες πόλεις κτλ…
Η πρώτη κασέτα των “Χάσμα”
Και πόσο χρονών κάνατε το συγκρότημα;
14-15. Ήμασταν περίπου ίδια ηλικία όλοι, και οι τέσσερις. Αν και στην αρχή ήταν και άλλα μέλη. Είχαμε και δεύτερη κιθάρα, είχαμε και πλήκτρα.
Θυμάσαι ποιο είναι το πρώτο τραγούδι που έχεις γράψει;
Όχι. Τα πρώτα τραγούδια γενικά ήταν αυτά που μπήκαν σε ένα ντέμο (κασέτα) που βγάλαμε ως Χάσμα το 1996, το “Όλοι τόσο μόνοι”.
Και πού κάνατε πρόβες;
Στο υπόγειο του σπιτιού μου.
Α, οι γονείς σου δηλαδή ήταν ανοιχτόμυαλοι, δεν είχαν θέμα, “ναι, να έρθουν τα παιδιά εδώ…”.
Ναι αλλά νομίζω ότι το ανέχονταν και λίγο. Δεν γινόταν κι αλλιώς. Και με τον ντράμερ, τον Γιάννη Γιαννακόπουλο, που ήμασταν και οι καλύτεροι φίλοι, μέναμε και στην ίδια πολυκατοικία.
Κάναμε, λοιπόν, την μπάντα, αρχίσαμε και φτιάχναμε τραγούδια, και όσα χρόνια ήμασταν εκεί, κάναμε και συναυλίες τα καλοκαίρια.
Με τους τους Panx Romana στον Πύργο
Πού παίζατε;
Στο γυμναστήριο του σχολείου μας. Πηγαίναμε και στα άλλα σχολεία αλλά στο 1ο Λύκειο είναι που κάναμε και την πρώτη μας συναυλία, τότε που φέραμε τους Panx Romana στον Πύργο.
Το έχω απορία πώς τους βρήκατε;
Πήραμε τηλέφωνο. Στην αρχή είχαμε μιλήσει με τον Θοδωρή Κρίθαρη που είχε την Wipe Out και όπου ήταν τότε οι Panx και αυτός μας έφερε σε επαφή με τον Φρανκ.
Παίξαμε και εμείς τότε αλλά διασκευές. Δεν είχαμε ακόμη δικά μας τραγούδια.
Θυμάσαι τι διασκευές παίζατε;
Ό, τι μπορείς να φανταστείς, από Iron Maiden μέχρι Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ήταν ένα μεταίχμιο περίεργο.
Μετά θυμάμαι πολύ απότομα να φεύγουμε από αυτό και να αρχίζουμε να γράφουμε τα δικά μας τραγούδια. Δεν ξέραμε και πολλά πράγματα από μουσική τότε. Δεν υπήρχε ενημέρωση.
Πως σου φάνηκαν από κοντά οι Panx Romana;
Συγκλονιστικοί. Ένα χρόνο πριν είχαν βγάλει το “Σπάσε τη γραμμή”.
Τότε ξεκίνησε και μια φιλία με τα μέλη τους που κρατάει μέχρι σήμερα. Σκέψου ότι με τον Γούντι ήμασταν μαζί διακοπές πριν 20 μέρες.
Οπότε το πρώτο ντέμο το ηχογραφείτε το ‘96. Θυμάσαι σε ποιο στούντιο;
Ήρθαμε για μερικές μέρες ένα καλοκαίρι στην Αθήνα και το γράψαμε στο Studio Live στους Αγίους Αναργύρους, με ηχολήπτες τον Μίμη Καλαντζή και τον Νίκο Σπυρόπουλο, που ήταν οι Τσοπάνα Rave.
Εκεί γράψαμε και τους επόμενους δύο δίσκους. Και γενικά εκεί μπαινοβγαίναμε, εκεί κάναμε πρόβες. Εκεί είδα κι εγώ πρώτη φορά στούντιο ηχογραφήσεων και ήταν σαν να πατήθηκε για μένα μια παύση σε όλα. Αγάπησα την ηχοληψία αμέσως.
Το ντέμο σε πόσα αντίτυπα το μοιράσατε;
Αν θυμάμαι ήταν κάτω από 200. Ήταν μια κασέτα που την αντιγράφαμε, βάζαμε το εξώφυλλο και τη μοιράζαμε πιο πολύ στον Πύργο -καμιά φορά στέλναμε και με το ταχυδρομείο.
Όλα τα εικαστικά τα έκανε ο Δημήτρης Κορδαλής. Αδελφικός φίλος. Και στους Πεθαίνουν στο Τέλος ο ίδιος τα κάνει.

Πώς σου φαίνονται σήμερα αυτά τα τραγούδια; Ίσως λίγο αμήχανα;
Έχει την αμηχανία, σίγουρα. Και την άγνοια, γιατί δεν ξέραμε πολλά πράγματα.
Ουσιαστικά τα τραγούδια που φτιάχναμε είχανε και το άχαρο πράγμα του τότε ελληνικού ροκ, κάποια πιο κριντζ στιλιστικά στοιχεία.
Και στιχουργικά.
Εντάξει, ήσασταν και δεκαεφτά χρονών.
Ήμασταν πολύ μικροί, φυσικά.
Πόσο κράτησε δηλαδή αυτό στον Πύργο; Έφυγες στα 18 σου ή μείνατε κι άλλα χρόνια;
Εγώ έφυγα στα 19 μου, ήρθα στην Αθήνα για σπουδές. Μέσα σε δύο τρία χρόνια είχαμε έρθει όλοι εδώ.
Τα χρώματα του μίσους
Και μετά το ‘98 βγάλατε τα “Χρώματα του Μίσους” που ήταν τοπ δουλειά.
Χαίρομαι αν το βλέπεις έτσι.
Ε, είναι αντικειμενικό νομίζω.
Ειλικρινά δεν το παίζω καλός. Θεωρώ ότι ήταν έντιμο, αντιπροσωπευτικό της εποχής και της ηλικίας μας. Μίλαγε μια γλώσσα που άγγιζε τους συνομηλίκους μας.
Όλα τα παιδιά που μεγαλώσαμε εκείνη την εποχή, φτάνοντας στα 20 είχαμε ζήσει αυτήν την πασοκοκρατούμενη κατάσταση, αυτού του είδους την κοινωνία, την ψεύτικη με τις παράξενες αντιφάσεις που ένας νέος άνθρωπος μπορεί να μην καταλαβαίνει και ακριβώς, αλλά κάποια στιγμή προσπαθεί ή κάτι να πει ή κάτι να κάνει. Και το οποίο μπορεί να βγει και κάπως άχαρο.
Μουσικά δεν το θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό άλμπουμ. Το θεωρώ σημαντικό στην εποχή του και σε σχέση και με ένα κενό που είχε δημιουργηθεί στο ελληνόφωνο ροκ, που και αυτό έχει μια ερμηνεία.
Γιατί πιστεύεις είχε δημιουργηθεί;
Υπήρξε μια πολύ μεγάλη ξαφνική και απρόσμενη επιτυχία για τις Τρύπες και για τα Ξύλινα Σπαθιά, που έκανε τις εταιρείες εκείνης της εποχής να ψάχνουν και να μαζεύουν οτιδήποτε ελληνόφωνο υπήρχε, πολλά από τα οποία ήταν χάλια.
Από το ‘95 μέχρι το ‘98 που σκάσαμε εμείς -ως γενιά το λέω περισσότερο, όχι ως συγκρότημα- είχε μαρμελαδοποιηθεί το ελληνικό ροκ τελείως. Είχαν βρει ό, τι γκρουπ υπήρχε και δεν υπήρχε, τους υπέγραφαν, μετά υπήρχαν συμβόλαια που δεν τηρούνταν, δίσκοι που δεν έβγαιναν ή που έβγαιναν μαλακίες.
Στο τέλος σταμάτησαν να τους υποστηρίζουν και το ελληνόφωνο είχε χαθεί μέσα στη μαρμελάδα του.
Αυτά τα τραγούδια στα “Χρώματα του Μίσους” τα έχεις γράψει εσύ; Και τους στίχους;
Όλοι οι στίχοι των Χάσμα είναι δικοί μου. Όπως και τα τραγούδια στη βασική γραφή τους. Μετά στο γκρουπ έβαλε ο καθένας την πινελιά του.
“Κύκλους κάνει το μυαλό μου”
Το “Κάτι σαν ψέμα” πώς το έγραψες; Θυμάσαι;
Ρε φίλε, δεν θυμάμαι ακριβώς, ειλικρινά. Θυμάμαι γενικά μία περίοδο γραφής δύο ετών πριν ηχογραφηθεί αυτός ο δίσκος, όπου έγραψα όλα αυτά τα τραγούδια.
Καθημερινά έγραφα και έσβηνα πράγματα, έγραφα ριφ, τραγούδαγα μελωδίες και έβγαιναν αυτά τα κομμάτια.
Για τι πράγμα μιλάει αυτό το τραγούδι;
Θα έλεγα ότι, όπως και όλα μάλλον τα τραγούδια μου, δεν έχει κάποια θεματολογία.
Είναι -όπως το βλέπω τώρα που έχουν περάσει 30 χρόνια- η έκρηξη ενός εφηβικού ψυχισμού γύρω από αυτά που παρατηρεί και από αυτά που μπορεί να στενοχωρούν ή να καταπιέζουν ή να ματαιώνουν.
Αυτό που βιώναμε δηλαδή μεγαλώνοντας εκείνα τα χρόνια, χωρίς να ξέρει κανείς ακριβώς γιατί, παρήγαγε μια ματαίωση. Αυτό νομίζω ότι είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξηγηθεί ο πρώτος δίσκος.
Πολλά τραγούδια μπορεί να μη σήμαιναν απολύτως τίποτα.

Δηλαδή ο “Κλώνος” μπορεί να μη σήμαινε κάτι συγκεκριμένο. Θυμάσαι μια ιστορία από πίσω του;
Όχι, αλλά θυμάμαι τη μέρα που το έγραψα. Θυμάμαι να το γράφω σ’ ένα κομμάτι χαρτί, σχεδόν μονοκόμματο, όπως και το “Όλοι τόσο μόνοι”. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι μιλάνε για κάτι συγκεκριμένο.
Είχα μια γενικότητα στο μυαλό μου και ίσως και μια αυτόματη γραφή. Γι’ αυτό και κοιτάζοντας τα βλέπω και ατυχείς λέξεις. Φράσεις που έχουν μπει, ίσως και μόνο για ομοιοκαταληξία. Κάποιες λέξεις βαρύγδουπες που κανονικά δεν θα τις χρησιμοποιούσα.
Δηλαδή θέλω να πω, δεν είχα τόση συνείδηση απέναντι στο θέμα γραφή. Μου αρέσει αυτό το ελεύθερο, το χωρίς συνείδηση, που γεννάει κάτι και μετά εκπλήσσει ακόμα κι εσένα τον ίδιο.
Αργότερα όταν παίζετε live και στο “Κάτι σαν ψέμα” γινόταν χαμός, εκεί δεν το είδες ότι κάτι γίνεται μ’ αυτό το τραγούδι;
Αυτό το καταλάβαμε από όταν το ακούσαμε ολοκληρωμένο στο στούντιο. Τη θυμάμαι αυτήν τη στιγμή. Στην αρχή ήταν άλλο ένα από τα τραγούδια μας, όμως όταν το ακούσαμε ηχογραφημένο, μείναμε κι οι ίδιοι παγωτό. Είπαμε “γάμησε”.
Του πήρε χρόνια πάντως να μαθευτεί.
Σήμερα πάντως θεωρείται ένα απ’ τα κλασικά τραγούδια του ελληνικού ροκ.
Δεν θα το περίμενα με τίποτα εκείνη την εποχή. Ειλικρινά δεν θεωρούσα ότι κάνουμε κάτι που καν θα παραμείνει. Το να μιλάμε δηλαδή 30 χρόνια μετά για αυτά τα πράγματα, μου φαίνεται συγκλονιστικό.
Άσχετο. Πριν έρθω ζήτησα από κόσμο στα social να μου στείλει ερωτήσεις και ένας τύπος μου λέει “αυτό το συγκρότημα είναι το πρώτο τατουάζ που έκανα”. Και μου το ‘στειλε φωτογραφία (σ.σ. του δείχνω το τατουάζ).
Φοβερός. Καλή του ώρα. Το έχω και εγώ tattoo στην πλάτη.
Αυτό ήταν το λόγκο μας, το χρησιμοποιούσαμε απ’ το σχολείο. Γράφαμε Χάσμα και το βάζαμε από κάτω.
Και αυτό το έχει σχεδιάσει ο Δημήτρης Κορδαλής.

Γενικά πάντως μου φαίνεται σαν να μην περίμενες όλη αυτή την απήχηση που υπάρχει ακόμα.
Όταν λέω ότι στέκομαι μπροστά σε όλα αυτά με μια αμηχανία, είναι εντελώς ειλικρινές. Φυσικά, τα επόμενα χρόνια που άρχισε ο κόσμος στις συναυλίες να γίνεται πάρα πολύς, το είδαμε ότι είχε απήχηση το γκρουπ.
Και νομίζω ότι γνωρίζω και τους λόγους. Επειδή μίλαγε σε παιδιά που έχουν πάνω κάτω τους ίδιους προβληματισμούς.
Που ανήκουν και σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο πολιτικά;
Βέβαια, αυτό είναι το άλλο μεγάλο κομμάτι, γιατί παράλληλα με την κυκλοφορία του δίσκου, η μπάντα ανακατεύτηκε ολοκληρωτικά και με τα κινήματα. Τότε έφυγε και τελείως από οποιαδήποτε σκέψη έκδοσης σε εταιρεία.
Μπήκαμε στις καταλήψεις που υπήρχαν τότε και όπου εκπροσωπούνταν μια ολόκληρη πολιτισμική κατάσταση με συγκροτήματα και μουσικούς. Και ακόμα συμβαίνει αυτό. Βέβαια, μετά από χρόνια καταστολής, δεν υπάρχουν τώρα πια τόσες τέτοιου είδους καταλήψεις, δεν είναι ακριβώς ίδια εποχή.
Οπότε μπήκαμε πολιτικά και στον χώρο αυτόν, αν και όχι όλοι στον ίδιο βαθμό. Σίγουρα πάντως ανήκαμε στον ευρύτερο αντιεξουσιαστικό χώρο. Στον χώρο των καταλήψεων. Και το συγκρότημα και η μουσική του εκεί λειτούργησε όσα χρόνια λειτούργησε. Σε αυτά τα μέρη.
Και με αυτόν τον τρόπο και με αυτή τη συλλογιστική έγινε κομμάτι αυτού που λέγεται “αυτοοργανωμένη σκηνή”.

Τα εκρηκτικά λάιβ σε στέκια και καταλήψεις
Δεν έχετε παίξει ποτέ με εισιτήριο;
Υπήρχε μια ολόκληρη σκηνή στην οποία ανήκαμε και δεν βάζει εισιτήριο. Εκπροσωπεί την αυτοοργανωμένη κουλτούρα, οπότε δεν είχαμε κανένα προβληματισμό πάνω σε αυτό το θέμα.
Η μπάντα ήταν ξεκάθαρα κομμάτι των καταλήψεων και του χώρου. Και στο επίπεδο αυτό εγώ θεωρώ ότι αυτά τα τραγούδια είναι κληρονομιά αυτού του ευρύτερου χώρου της αντιεξουσίας. Και ο καθένας ας κάνει embrace αυτό το υλικό ή όχι.
Σε μαγαζιά δεν παίξατε ποτέ; Δηλαδή δεν θέλατε μια φορά να παίξετε στο Ρόδον πχ;
Όχι. Ούτε μία φορά. Δεν είχε τεθεί θέμα.
Σου λέω και πάλι ήμασταν κομμάτι μιας άλλης πλευράς που λειτουργούσε έτσι.
Η πρώτη πρώτη φορά που παίξατε Αθήνα πότε ήταν γιατί νομίζω ότι αργήσατε λίγο.
Ναι. Νομίζω το 2000 ήταν στη Βίλα Αμαλίας.
Η Βίλα Αμαλίας ήταν κάτι σαν σημείο αναφοράς για εσάς;
Όχι μόνο για εμάς, ήταν ένα σημείο αναφοράς για όλη αυτή τη σκηνή, για όλη την αυτοοργανωμένη κουλτούρα στη γενικότητά της.
Μου είπαν ότι έκλεινε η Χέιδεν απ’ έξω χωρίς καν να βάζετε αφίσα ότι θα παίξετε.
Από κάποια στιγμή και μετά, ναι, είχαμε πάρα πολύ κόσμο στις συναυλίες. Αυτό που κάναμε είχε φτάσει να αφορά πολύ ευρύτερο κόσμο ως ακροατή από αυτό που σου περιέγραψα ότι ήμασταν.
Και έρχονταν να σας δουν και άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να μην ήταν κινηματικοί;
Ναι, φυσικά.
Απλώς πάντα ο κόσμος στον οποίο εμείς ανήκαμε ήταν αυτός που είχε να κάνει με το να το κάνεις μόνος σου. Να στήνεις τέτοιου είδους δίκτυα επαφής των συγκροτημάτων μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να παίζουν χωρίς να εμπλέκονται σχέσεις κέρδους ή υπεραξίας κανενός είδους.
Οπότε εσείς ήσασταν σε φάση ότι “εμείς δεν θα βγάλουμε καθόλου χρήματα από αυτό”.
Ναι, δεν βγάλαμε ούτε ένα ευρώ. Κάναμε όλοι άλλες δουλειές.
Το “όχι” σε μεγάλη δισκογραφική εταιρεία
Δεν σας είχε γίνει μια πρόταση να πάτε στην MINOS;
Η πρόταση είχε γίνει από πριν από όλα αυτά και την απορρίψαμε.
Θες να μου πεις λίγο πώς έγινε;
Τότε που γράφαμε τα “Χρώματα του Μίσους”, έκανε πολλές ηχογραφήσεις στο στούντιο ο Μάνος Ξυδούς με τους Πυξ Λαξ και με άλλα σχήματα. O Μάνος ήταν παραγωγός στην MINOS-EMI και ήταν αυτός που μας έκανε την πρόταση.
Και οι τέσσερις είπατε κατευθείαν όχι;
Ναι. Ήταν ένα no case. Δεν υπήρχε πιθανότητα να ανακατέψουμε αυτό που κάναμε. Η καταγωγή του και η στόχευσή του είχε να κάνει με την εξωσυστημική διάθεση.
Εσύ ποια live θυμάσαι περισσότερο; Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι δεν κάθεσαι να νοσταλγήσεις…
Ούτε κατά διάνοια. Δεν νοσταλγώ ούτε για μια στιγμή, αλλά τα κοιτάζω με αγάπη.
Κοίτα, οι Χάσμα μπορεί να παίζανε δέκα με δεκαπέντε live το χρόνο, δεν παίζανε παραπάνω. Δηλαδή δεν ήταν πάρα πολλά τα live αλλά τα πιο πολλά από αυτά, για μένα, ήταν συγκλονιστικά.
Απ’ τα λίγα live που υπάρχουν στο YouTube έτσι φαίνεται.
Μετά από λίγα χρόνια άρχισαν να γίνονται κάποια που είχαν σημαντική προσέλευση.
Δηλαδή οι συναυλίες αυτού του είδους μέχρι τότε ήταν των 200 ατόμων, άντε σε μια καλή περίπτωση των 500. Και ξαφνικά εμείς μετά το 2003-2004, δηλαδή μετά και το τρίτο άλμπουμ, αρχίσαμε να έχουμε χιλιάδες κόσμο και άρα αυτές οι κινηματικές συναυλίες που μας περιλάμβαναν κι εμάς, άρχισαν να έχουν θεαματικά περισσότερο κόσμο.
Για παράδειγμα, θυμάμαι τις συναυλίες στο Θησείο, που μου είπες ότι είχε έρθει ένας φίλος σου.
Αυτές ήταν πολιτικές συναυλίες, είχαν κάποιο ζήτημα στο προσκήνιο.
Οι παρέες σας ποιες ήταν όσο ήσασταν στην Αθήνα;
Εννοείς με άλλα γκρουπ; Μια βασική παρέα που κράτησε χρόνια ήταν με τους Kill the Cat, με τα Μεθυσμένα Ξωτικά και με άλλη μια μπάντα που υπήρχε τότε, την Βαλπουργία Νύχτα.
Ήταν τα γκρουπ που έχουμε συμπαίξει τις περισσότερες φορές και που σαν άτομα κάναμε την περισσότερη παρέα.
Όλος αυτός όμως ήταν και κόσμος του κινήματος. Θα έλεγα ότι στον ίδιο βαθμό που ήταν μουσική η γνωριμία μας ήταν και πολιτική.
Άσχετο, έχεις ψηφίσει ποτέ;
Αυτοπροσδιορίζομαι ιδεολογικά στον Αναρχικό/Αντιεξουσιαστικό χώρο μέχρι το τέλος. Έχω ψηφίσει μια φορά σε εκλογές, το 2007. Και έχω ψηφίσει και στο δημοψήφισμα. Είχα ψηφίσει “Όχι” και το είχα κάνει πολύ συνειδητά. Θα το ξανάκανα χίλιες φορές.
Οι περισσότεροι στίχοι σας έχουν να κάνουν με κοινωνικά ζητήματα;
Ναι. Εγώ προσπαθούσα να αποφεύγω τη συνθηματολογία και τις συγκεκριμένες πολιτικές αναφορές, γιατί πάντα θεωρούσα ότι η μουσική, ως κομμάτι τέχνης πρέπει να αφορά ευρύτερα.
Πάντα είχα την αίσθηση ότι δεν έπρεπε να είναι στοχευμένο στιχουργικά γύρω από αυτά τα θέματα, αλλά να εκφράζει μια κουλτούρα με έμμεσο τρόπο.
Έγραφα για όλα αυτά τα διαχρονικά θέματα των ανθρώπων του αγώνα, των underdogs μιας κοινωνίας επιτιθέμενης σε αυτού του είδους τις κουλτούρες.
Ο,τι αγαπώ είναι για λίγο
Το “Ό,τι αγαπώ είναι για λίγο” δεν είναι ερωτικό τραγούδι;
Βαθιά ερωτικό.
Άντε, πες το! (γελάμε)
Ε, βέβαια. Μα ο έρωτας δεν είναι κομμάτι όλων αυτών των καταστάσεων;
Πολλά τραγούδια από αυτά που έχω γράψει μπορεί να είχαν ερωτική αφετηρία. Αυτό, βέβαια, είναι άμεσα ερωτικό. Όπως και το “Όταν θα ξανάρθεις”.
Ήταν για μια κοπέλα, για δύο ανθρώπους από διαφορετικούς κόσμους;
Είναι αλήθεια αυτό. Παρ όλα αυτά, αυτό είναι ένα θέμα που έχει γραφτεί σε τραγούδια, σε βιβλία, έχει γίνει πίνακας ζωγραφικής κλπ.
Πιο πολύ θα με ενδιέφερε δηλαδή πως κάνει strike σε κάποιον, παρά να μιλήσω για αυτό που έγραψα.
Άρα το ότι ήσουν σε αυτό το χώρο, σου δημιούργησε και θέματα με άλλους ανθρώπους; Ήξερες ότι κάποιες σχέσεις φιλικές, ερωτικές, δεν θα προχωρήσουν επειδή “εγώ ανήκω εδώ και θα είμαι εδώ ταγμένος”; Ένιωσες δηλαδή ότι κάτι έχασες από αυτό;
Ούτε καν. Θεωρώ ότι έχω κερδίσει από αυτό. Και επίσης στην προσωπική μου περίπτωση αυτό που έχω κερδίσει είναι μια γενική ηθική απέναντι στα πράγματα. Μια ματιά που κρατάει όλες αυτές τις λογικές με μεγάλη προστασία στις καθημερινές μου συναναστροφές με τους ανθρώπους.
Η “Βάγια” για τι μιλάει;
Μιλάει για τον κόσμο των ναρκωτικών, όπως το είχαμε ζήσει εκείνη την εποχή στις παρέες μας και στο δρόμο.
Η Βάγια είναι φανταστικό πρόσωπο. Δεν υπάρχει. Η ίδια μπορεί να είναι διάφοροι γνωστοί μου και γνωστές μου. Είχα δίπλα μου ανθρώπους που ήταν στα ντραγκς, πολλούς και πάντα.

Η αγάπη για την ηχοληψία
Είχες κάποιους που θαύμαζες πολύ για τον τρόπο που γράφανε;
Διάβαζα πολλή ποίηση από μικρός. Και φυσικά, μου άρεσαν πάρα πολύ και κάποιοι στιχουργοί. Ο Θοδωρής Ηλιακόπουλος από τη Γενιά του Χάους, ο Αλέκος Κανταρτζής από τους Γκούλαγκ, ο Αποστόλης Δαδάτσης από τους Εκτός Ελέγχου.
Τώρα σε μια πολύ πιο μακροπρόθεσμη ματιά που φτάνει μέχρι το σήμερα, ο Παύλος Παυλίδης θεωρώ ότι είναι ένα τεράστιο μέγεθος στιχουργικά. Υποκλίνομαι στην στιχουργική ματιά αυτού του ανθρώπου. Μέχρι και το τελευταίο άλμπουμ που έκανε μου άρεσε πάρα πολύ.
Το ότι έχετε το ίδιο επίθετο; Το έχεις βρει ποτέ μπροστά στη ζωή σου;
Όχι, ούτε καν. Μια φορά του είχα κάνει και ηχοληψία. Είχε έρθει και είχαμε κάνει ένα τμήμα από τον δίσκο του “Στον διπλανό ουρανό”.
Αυτή είναι η “κανονική” σου δουλειά;
Ναι, και η μεγάλη μου αγάπη. Με τα χρόνια έγινε κραταιά για μένα.
Έχουμε ένα στούντιο, το Από Κάτω Studio μαζί με τον συνεργάτη μου τον Βασίλη Ζαμπίκο, που παίζει κι αυτός στους Κροταλίας και μαζί έχουμε ένα όνειρο γύρω από αυτό.
Έχουμε ηχογραφήσει εδώ, και στο προηγούμενο στούντιο, το Ηχοβρύχιο πολλές μπάντες από αυτή τη σκηνή -τους Bad Movies, τους Άλλος Κόσμος, τους Panx Romana, κα. Είναι πάρα πολλά.
Μου στείλανε και πολλά εγκωμιαστικά σχόλια για τον τρόπο που παίζεις κιθάρα.
Μεγάλη μου χαρά. Αγάπησα τη μουσική απ’ το σπίτι μου και πηγα στο κλασικο ωδείο για κάποια χρόνια χωρίς να προχωρήσω ιδιαίτερα. Συνέχισα όμως να παίζω κιθάρα και να γράφω τραγούδια από μικρές ηλικίες.
Όταν μετά από πολλά χρόνια ήρθα στην Αθήνα, έκανα μαθήματα με τον Βασίλη Σπυρόπουλο, που είχε μαζί με τον αδερφό του τον Νίκο ένα ωδείο στην πλατεία Αμερικής, εκεί στο πατρικό τους.
Το τέλος των “Χάσμα”
Το τελευταίο σας live ως Χάσμα πότε το δώσατε;
Βγαίνουν και οι αλλοι δύο δίσκοι και παίζουμε μέχρι τα τέλη του 2010.
Ξέρεις ότι κλασική ερώτηση πάντα για ένα συγκρότημα είναι “και γιατί διαλυθήκατε”:
Ναι, υπάρχει απάντηση: για διαπροσωπικούς λόγους.
Ήταν μια παρέα που είχε φτάσει στα 30, ας το πούμε έτσι, πολύ χονδροειδώς και όπως συμβαίνει γενικότερα στις παρέες, αρχίσαμε να έχουμε διαφωνίες. Η μπάντα διαλύθηκε, η παρέα έσπασε.
Δεν έσπασε στο να μη μιλιέται, απλώς σκόρπισε πολύ φυσικά, όπως γίνεται με τις παρέες. Δηλαδή φαντάζομαι ότι μπορεί να έχεις μια αντίστοιχη ιστορία από τα 30 σου, με τους φίλους σου. Ποτέ δεν ήταν κάτι διαφορετικό από αυτό οι Χάσμα, άσχετα με την απήχηση του γκρουπ.
Ποτέ δεν πάψαμε να είμαστε απλά αυτή η παρέα από τον Πύργο.
Α, δεν είχε να κάνει με μουσικές διαφωνίες;
Όχι, ούτε κατά διάνοια. Συνεχίζαμε κανονικά και μάλιστα είχαμε και ένα καινούριο άλμπουμ σχεδόν έτοιμο. Είχαμε δηλαδή 8-9 τραγούδια, τα οποία τα ηχογραφούσαμε εκείνη την εποχή. Δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Φανταζόμουν ότι η διάλυσή σας θα είχε να κάνει και με εκείνη την περίοδο των ‘00s που ήταν πολύ κακή για το ελληνόφωνο ροκ.
Για εμάς ήταν παράδεισος. Δηλαδή κάθε χρονιά η μπάντα είχε και περισσότερο κόσμο μαζί της. Αυτό επίσης είναι κάτι που τελικά το θεωρώ πολύ καλώς καμωμένο, το ότι διαλυθήκαμε στο peak της απεύθυνσης του συγκροτήματος.
Ήταν η χρονιά με τις μεγαλύτερες συναυλίες, με το μεγαλύτερο μας πάτημα, κοινωνικά.

“Οχι φωτογραφίες”, “κλείσε την κάμερα”,