Με πρόσφατη την επιτυχία της νέας του ταινίας ο σκηνοθέτης μάς μίλησε για όσα ήθελε να πει μέσα από αυτήν, για τη φιλμογραφία του γενικότερα αλλά και για τον τρόπο που βλέπει το σύγχρονο ελληνικό σινεμά.


Με τον Γιάννη Οικονομίδη είχαμε βρεθεί πρώτη φορά το μακρινό 2002 με αφορμή το «Σπιρτόκουτο», την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία που είχε πέσει σαν κεραυνός στο εγχώριο κινηματογραφικό στερέωμα. Σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα μετά, με τον ίδιο να έχει αναδειχθεί στο μεταξύ σε έναν από τους επιφανέστερους Έλληνες σκηνοθέτες, παραμένοντας ταυτόχρονα πιστός στις βασικές του αρχές και αξίες, έκανε την ωριμότερη, ίσως, και μαζί την πιο επιτυχημένη εμπορικά ταινία του – η «Σπασμένη Φλέβα» συγκλονίζει και συζητιέται για τις δυνατές ερμηνείες, τις επίκαιρες θεματικές και τον καθηλωτικό rhythm ’n’ blues ρυθμό της.

Ο ίδιος, εντούτοις, παρότι ανέμενε αυτή την ανταπόκριση, όντας βέβαιος για την ποιότητα της δουλειάς του, εξακολουθεί να προβληματίζεται αν πέρασε σωστά αυτά που ήθελε να πει, αν το εγχείρημά του πέτυχε τον στόχο του. Συζητήσαμε για τη «Σπασμένη Φλέβα», για τη μέχρι τώρα κινηματογραφική πορεία του, για τις κριτικές που έχει δεχθεί, για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά που έχει κάνει πρόοδο μεν αλλά «του λείπουν τα άντερα», για τους «κλειδοκράτορες», τους «μπάτσους» του παγκόσμιου κινηματογράφου που «κατηγοριοποιούν τις ταινίες σε πολύ συγκεκριμένα “κουτάκια”», για τη «ρεβάνς» που πήρε με την τελευταία του ταινία «όχι από τον κόσμο αλλά από κάποιους οι οποίοι που με πολεμάνε λυσσαλέα όλα αυτά τα χρόνια», για το πεπρωμένο καθενός καθώς επίσης για τον δρόμο εκείνο που είναι, πιστεύει, απαραίτητο να πάρεις ώστε να κάνεις ένα εμπορικό σινεμά με αυστηρά κινηματογραφικούς όρους.   

«Μας λείπει στην Ελλάδα ένα εμπορικό σινεμά με αυστηρά κινηματογραφικούς όρους. Με δύσκολες σκηνές, ρεαλιστικές ερμηνείες, ικανή δραματουργία, επίπεδο χωρίς εκπτώσεις, όλα αυτά. Πολύς κόσμος έχει ξεχάσει ότι υπάρχει κι ένας άλλος δρόμος για την επίτευξη αυτού του στόχου, η απλότητα».

— Ύστερα από την επιτυχία που γνωρίζει η «Σπασμένη Φλέβα», η οποία έχει ξεπεράσει πια τα 120.000 εισιτήρια και ακόμα συζητάνε γι’ αυτήν, από τα σόσιαλ μέχρι έξω στον δρόμο, θα πρέπει να αισθάνεσαι πολύ ικανοποιημένος. Σωστά;
Κοίτα, ναι, καλά νιώθω. Είναι σίγουρα πολύ θετικό που συνάντησε τέτοια ανταπόκριση. Και νομίζω ότι το άξιζε, καθώς, πέρα από το επίκαιρο πολιτικοκοινωνικό της πλαίσιο, διαθέτει ωραία φωτογραφία, ωραίο μοντάζ, ωραίο ήχο, δυνατές ερμηνείες, σασπένς, ανατροπές, συγκίνηση, συναισθήματα, είναι μια ταινία που σε «καθηλώνει» κυριολεκτικά.

Γιάννης Οικονομίδης: «Κάνω ταινίες “λαϊκές” κι ας χαρακτηρίζονται σκληρές κι ακραίες»
«Οι ήρωες της “Σπασμένης Φλέβας” είναι άνθρωποι καθημερινοί, της διπλανής πόρτας που λέμε».

— Περίμενες την επιτυχία της;
Θα έλεγα πως ναι. Αφότου ξεκίνησα να κάνω το μοντάζ και να βάζω την ταινία στη σειρά, είδα ότι είχε πολλές δυνατότητες να «ανοίξει» σε ένα ευρύτερο κοινό.

— Αλλά και οι προηγούμενες ταινίες σου παρόμοιο πλαίσιο και θεματολογία είχαν. Τι έκανε, λες, εδώ τη διαφορά;
Προσωπικά, πιστεύω ότι όλες οι ταινίες μου απευθύνονται στο μεγάλο κοινό. Απόδειξη ότι σχεδόν όλες τις έχει δει η μισή Ελλάδα, κι ας μην «ευτύχησαν» όσο η τελευταία στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αυτό μπορεί να οφειλόταν είτε στο ότι το κοινό δεν ήταν προετοιμασμένο, είτε στο ότι οι συγκυρίες δεν ευνόησαν, είτε στο ότι δεν έγινε η σωστή προώθηση, είτε σε όλα αυτά μαζί! Μέσα, όμως, στα χρόνια, εκπαιδεύτηκε ένα κοινό ώστε να υποδεχθεί ταινίες όπως η «Σπασμένη Φλέβα». Συνειδητοποίησε επίσης ότι για να συνεχίσουν να υπάρχουν αξιόλογοι δημιουργοί χρειάζονται τη στήριξή του και αυτή πρέπει να φαίνεται και στους κινηματογράφους, όχι μόνο στα σόσιαλ και στους «πειρατικούς» ιστότοπους.

— Η αλήθεια είναι ότι πλέον το ελληνικό σινεμά έχει αποκτήσει κοινό, κάτι που για πολλά χρόνια σπάνιζε.
Ισχύει, κι ελπίζω ότι έχω συμβάλει σε αυτό. Γιατί όσο ακραίες και σκληρές κι αν χαρακτηρίζονται οι ταινίες μου, είναι ταινίες «λαϊκές», τρόπον τινα. Αφηγούνται ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος, και είναι εξωστρεφείς, δεν «αυτοχαϊδεύονται», ούτε τις λες ακαταλαβίστικες. Θεωρώ, λοιπόν, ότι άνοιξα έναν δρόμο που ακολούθησαν κι άλλοι κινηματογραφιστές, αν και δεν ήμουν ο πρώτος – όλη αυτή την εξέλιξη την οφείλουμε στον Κωνσταντίνο Γιάνναρη και την ταινία του «Από την άκρη της πόλης», η οποία έπεσε σαν μετεωρίτης στα λιμνάζοντα νερά του ελληνικού κινηματογράφου. Αν δεν υπήρχε, ξέρεις, αυτή η ταινία, δεν θα υπήρχε ούτε το «Σπιρτόκουτο» ούτε εγώ ως σκηνοθέτης. Γιατί αν υποθέσουμε ότι εγώ είμαι ο «πατέρας» μιας τάσης, ο Γιάνναρης είναι σίγουρα ο «νονός»!

— Ο Γιάννης Σολδάτος, με τον οποίο μίλησα πρόσφατα με αφορμή τη συνοπτική έκδοση της «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου», θεωρεί κορυφαίους σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες εσένα και τον Πάνο Κούτρα – εξαιρεί τον Λάνθιμο που κάνει καριέρα έξω. Έλεγε επίσης ότι ουσιαστικά γυρίζεις πάντα την ίδια ταινία, «αλλά τι ταινία!».  
Ναι, πιθανό να κάνω την ίδια ταινία, όπως το θέτει, αλλά εξελίσσω διαρκώς και το στυλ και τις αναζητήσεις μου, επομένως υπάρχουν διαφορές. Θεωρώ άλλωστε τον εαυτό μου καλλιτέχνη, όχι μεταπράτη διασκέδασης, και τα ψαξίματά μου παραμένουν εξαρχής τα ίδια.

— Σε τι διαφέρει, ας πούμε, η «Σπασμένη Φλέβα»;
Αφενός έχει πιο έντονο ρυθμό, πιο φινιρισμένο, αφετέρου είναι πιο δουλεμένες, πιο «χωνεμένες» οι ερμηνείες. «Ανοίγει» σε πολλές ανθρώπινες σχέσεις, οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές κ.λπ. που είναι αναγνωρίσιμες. Επιπλέον, οι ήρωές της είναι άνθρωποι καθημερινοί, της «διπλανής πόρτας» που λέμε.

Γιάννης Οικονομίδης: «Κάνω ταινίες “λαϊκές” κι ας χαρακτηρίζονται σκληρές κι ακραίες»
«”Ανοίγει” σε πολλές ανθρώπινες σχέσεις, οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές κ.λπ. που είναι κοινά αναγνωρίσιμες».

— Πράγματι, έχεις ας πούμε τον «κυρ-Παντελή» που παραπέμπει στο γνωστό τραγούδι, επιπλέον τα έργα και οι ημέρες του Θωμά Αλεξόπουλου (Βασίλης Μπισμπίκης) θυμίζουν αρκετά τους «Φραπέδες» και τους «Χασάπηδες» που κυριαρχούν τελευταία στην επικαιρότητα.
Έτσι ακριβώς. Και δεν έχουν καν τίποτα «σατανικές» φάτσες που να σε προδιαθέτουν, είναι ευγενικοί, οικείοι, θυμίζουν καλοκάγαθους κυριούληδες ωσότου αποκαλυφθεί πόσο φρικτοί και διεστραμμένοι είναι.

— Όντως. Και αντίθετα από άλλους κινηματογραφικούς «κακούς», καμιά συμπάθεια δεν νιώθεις για τον Θωμά και τα παθήματά του. Αλήθεια, ανατρέχοντας στη μέχρι τώρα πορεία σου, κινηματογραφική και προσωπική, πώς σε βρίσκεις;
Ως δημιουργός, εξακολουθώ να παιδεύομαι πολύ για κάθε μου ταινία. Είμαι περήφανος για όλες, με όλα τα καλά και τα κακά τους, και πιστεύω ότι έχουν προχωρήσει αρκετά την κινηματογραφική γλώσσα, όχι μόνο σε επίπεδο ηθοποιών, που κι εκεί έγινε μια ρηξικέλευθη δουλειά, αλλά και σε εκείνο της εκφοράς λόγου. Ως άνθρωπος, υποθέτω ότι ωριμάζω, ξέρω γω; Ανάλογα, πάντως, με τη φάση που βρίσκομαι, προκύπτει και μια αντίστοιχης διάθεσης ταινία. Στο «Σπιρτόκουτο», ας πούμε, ήμουν «στα κόκκινα», όντας πιο πιτσιρικάς, και βγήκε λίγο πανκ ροκ, τη «Σπασμένη Φλέβα» πάλι θα τη χαρακτήριζα σκοτεινό ρυθμικό μπλουζ σαν αυτά του Τζόνι Κας – θυμίζει επίσης τραγούδια του Νικ Κέιβ. 

— Έχει, πιστεύεις, η «Σπασμένη Φλέβα» προοπτικές για διεθνή καριέρα;
Επιχείρησα να τη στείλω σε κάποια ξένα φεστιβάλ, αλλά συνάντησα ένα «τείχος», σαν να μην ήθελαν μια τέτοια ελληνική ταινία. Το ίδιο είχε συμβεί και με τις προηγούμενες, με εξαίρεση το «Μικρό Ψάρι». Υπάρχει γενικά μια άρνηση από τα «μεγάλα σαλόνια» της δυτικής κινηματογραφίας να δεχτούν το σινεμά μου.  

— Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό; 
Έλα ντε! Ίσως επειδή έχουν κατηγοριοποιήσει τις ταινίες σε πολύ συγκεκριμένα «κουτάκια». Σου λένε, ας πούμε, ότι από τον ελληνικό κινηματογράφο θέλουμε το τάδε πράγμα και όχι το δείνα που κάνεις εσύ. Θέματα που αφορούν και τις δικές μας κοινωνίες με γκάνγκστερ, υπόκοσμο, ταλαίπωρη μεσαία τάξη, κοινωνικά θρίλερ, κριτική πάνω στην οικονομική συνθήκη κ.λπ. έχουμε κι εμείς, από σένα τον «τριτοκοσμικό» προτιμάμε κάτι πιο «εξωτικό». Μια πρώτη ερμηνεία είναι αυτή, μια δεύτερη ότι κάνω ένα κλασικό και στιβαρό σινεμά στην παράδοση του Σίντνεϊ Λιούμετ, όχι «παιχνιδιάρικο» με διάφορες εξυπνάδες και υφάκια, με την κάμερα να κάνει «πιρουέτες» και να «φεύγουν» 200 πλάνα το δευτερόλεπτο. Μια τρίτη, ότι την πολυτέλεια ταινιών με πολλή πρόζα προτιμούν να την κρατάνε οι Αγγλοσάξονες και οι Γάλλοι για λογαριασμό τους. Από τους Ιρανούς, τους Ιάπωνες, τους Σέρβους, τους Έλληνες κ.λπ. δημιουργούς περιμένουν κυρίως παιχνίδι με την εικόνα. Μιλάμε βεβαίως πάντα για τα μεγάλα φεστιβάλ, τους «κλειδοκράτορες», τους “curators”, τους διευθυντάδες, τους ατζέντηδες, τους «μπάτσους» κοντολογίς του παγκόσμιου κινηματογράφου – γιατί στο κοινό αρέσουν, παθαίνουν πλάκα που γυρίζονται τέτοιες ταινίες στην Ελλάδα καθώς διαπιστώνω!

Γιάννης Οικονομίδης: «Κάνω ταινίες “λαϊκές” κι ας χαρακτηρίζονται σκληρές κι ακραίες»
«Ήξερα εξαρχής ότι κάνω έναν κινηματογράφο που μπορεί να τον δει όλη η Ελλάδα, μικροί και μεγάλοι, μορφωμένοι και μη και να μείνουν ευχαριστημένοι». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

— Θα μπορούσε άραγε να γίνει μιούζικαλ, όπως το «Σπιρτόκουτο»;
Δύσκολα, γιατί η «Σπασμένη Φλέβα» έχει πολλή κίνηση. Το «Σπιρτόκουτο» ήταν πιο κατάλληλο. Μιούζικαλ θα μπορούσε βέβαια να γίνει και η «Ψυχή στο Στόμα» και να τα σπάσει όλα!

— Μετά την εισπρακτική επιτυχία έχεις την αίσθηση ότι πήρες κάποια ρεβάνς, ότι δικαιώθηκες ας πούμε;
Κοίτα, το κοινό που βλέπει τις ταινίες μου μέσα αυτά τα είκοσι πέντε χρόνια που κάνω σινεμά πολλαπλασιάστηκε, ειδικά την τελευταία πενταετία μετά και την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», που ήταν πιο κωμωδία. Στο μεταξύ, όλες αυτές οι ταινίες ανέβηκαν στο ΥouΤube όπου έκαναν απίστευτα νούμερα θέασης, τις πήρε έπειτα το Cinobo, τις διαφήμισε, τις ξαναείδε πολύς κόσμος σε καλύτερη ποιότητα, δημιουργήθηκε μια κοινότητα, τρόπον τινά, με πολλές ατάκες να γίνονται viral. Δεν με παραξένεψε καθόλου αυτή η εξέλιξη, ήξερα εξαρχής ότι κάνω έναν κινηματογράφο που μπορεί να τον δει όλη η Ελλάδα, μικροί και μεγάλοι, μορφωμένοι και μη, και να μείνουν ευχαριστημένοι. Εξαίρεση η «Ψυχή στο Στόμα» που είναι, πιστεύω, η πιο ακραία ελληνική ταινία – εκεί ναι, το τερμάτισα! Αν, λοιπόν, πήρα μια κάποια «ρεβάνς», αυτή δεν ήταν από τον κόσμο αλλά από κάποιους οι οποίοι με πολεμάνε λυσσαλέα όλα αυτά τα χρόνια.

— Ποιοι σε πολεμάνε;
Κάποιοι συνάδελφοι, κριτικοί και «επιτροπάκηδες» που έχουν ενδεχομένως και προσωπικό θέμα γιατί στην Ελλάδα δεν έπαψε ποτέ να ισχύει το «να ‘τανε η ζήλια ψώρα, να γεμίσει όλη η χώρα»! Η οποία ζήλια συχνά εκδηλώνεται καμουφλαρισμένη.

— Διάβασα και μια πολύ επικριτική ανάρτηση-επιστολή της Σοφίας Φιλιππίδου που αναφερόταν σε κάποιον σκηνοθέτη που της ζήτησε πιεστικά, λέει, να πουλήσει έναν πίνακα του Ακριθάκη που είχε και να του δώσει τα χρήματα για να γυρίσει την ταινία του και ήταν σαν να «δείχνει» εσένα.   
Δεν έχω ιδέα γι’ αυτή την επιστολή, ούτε είχα κάποια επαφή μαζί της. Με αναφέρει ονομαστικά δηλαδή;

— Όχι αλλά σε «φωτογραφίζει».
Ε τότε δεν έχει νόημα να τη σχολιάσω, αλίμονο αν ασχολούμουν με τις μαλακίες του καθενός. Αφού δεν λέει όνομα, ας «φωτογραφίζει» και τ’ αρχίδια μου!

— Παρότι, πάντως, η ταινία πραγματεύεται ένα εξόχως κοινωνικό θέμα, δεν συγκίνησε ιδιαίτερα τα αριστερά μέσα, τους κριτικούς εννοώ.
Πράγματι, κάποιες φυλλάδες της αριστεράς την καταθάψανε και ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί. Μήπως επειδή δεν με θεωρούν «δικό τους»; Εκτός κι αν τους τάραξε πολύ κι αυτούς!

— Οικονομικά αλήθεια «πήγε»;
Το γεγονός ότι έκανε εισιτήρια δεν συνεπάγεται τίποτα τρομερά έσοδα. Θα φτάσουν κάποια λίγα χρήματα στον παραγωγό κι αυτός θα πρέπει να τα μοιράσει σε άλλους δέκα ανθρώπους. Για να πεις ότι μια ταινία αποφέρει έσοδα, θα πρέπει να κάνει πάνω από 300.000 εισιτήρια, τα τριπλά και βάλε δηλαδή.

Γιάννης Οικονομίδης: «Κάνω ταινίες “λαϊκές” κι ας χαρακτηρίζονται σκληρές κι ακραίες»
Στιγμιότυπο από την ταινία.

— Άλλες ελληνικές ταινίες που είδες τον τελευταίο καιρό και σου άρεσαν;
Θα ξεχώριζα το «Κρέας» του Δημήτρη Νάκου, που μπορεί να μην ήταν τόσο επιτυχημένο συνολικά, αλλά σε άγγιζε, είχε καλές ερμηνείες και μερικές ενδιαφέρουσες δραματουργικά σκηνές. Το «Πολύ κοριτσίστικο όνομα το Πάττυ» του Γιώργου Γεωργόπουλου αλλά και το «Πρόστιμο» του Φωκίωνα Μπόγρη, το «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη, το «Arcadia» του Γιώργου Ζώη, τη «Μάχη» του Ηλία Γιαννακάκη επίσης, ταινίες καλογυρισμένες που προσπαθούν να συνομιλήσουν με το κοινό.

— Εκτιμάς γενικά τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο;
Θα τον εκτιμούσα περισσότερο, αν δεν ήταν τόσο άτολμος. Το μάθημα που πήγε να δώσει ο Γιάνναρης, το φως που έφερε με τις «μούρες», τις θεματικές, με την ενέργεια, τον τσαμπουκά και τη ρωμαλέα κινηματογράφησή του δεν είχε δυστυχώς ανάλογη συνέχεια. Δεν το κατάλαβε καν το σώμα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Μπορεί να υπήρξαν πρόοδοι, αλλά το πρόβλημα της ατολμίας παραμένει στον τρόπο που φτιάχνονται οι ιστορίες και γίνονται οι ταινίες – λείπουν τα «άντερα», το θάρρος, το να μπορείς να κάνεις σινεμά με πάθος αλλά χωρίς φόβο.

— Λείπει δηλαδή αυτό που στο θέατρο λέγεται «in yer face»;
Η τόλμη είναι που λείπει, ακόμα και σε μια απλή ερωτική ιστορία. Έβλεπα, για παράδειγμα, το «Απ’ το χιόνι» του Γκορίτσα, που έχει τον Σκιαδαρέση ως Αλβανό μετανάστη ο οποίος, αφού πέρασε βουνά και ποτάμια, φτάνει στην Αθήνα, «ψωνίζει» μια στην Ομόνοια και πάει να την πηδήξει σε ένα βρόμικο ξενοδοχείο. Και την ώρα που ξεκινάει η πράξη, cut! Κόβει τη σκηνή και πάει αλλού. Εκεί δηλαδή που πάει να εκδηλωθεί όλο αυτό ερωτικά και να κορυφωθεί, βάζοντας ταυτόχρονα τον θεατή πιο βαθιά στην ψυχοσύνθεση του ήρωα, το σταματάει. Δεν είναι ζήτημα «in yer face» αλλά κατά πόσο μια ταινία τολμά να φωτίσει τα σκοτάδια, να μας πάρει από το χέρι και να μας οδηγήσει σε άλλα μονοπάτια. 

— Το ρητό του Ηράκλειτου «η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του» που βλέπουμε στο ξεκίνημα της ταινίας είναι λες κάτι αναπόδραστο, ένα είδος κισμέτ;
Ναι, το πιστεύω ότι ο χαρακτήρας γίνεται μοίρα, όχι με την έννοια του κισμέτ ή του πεπρωμένου που έλεγαν οι αρχαίοι αλλά επειδή αυτό που ζεις είναι ο χαρακτήρας σου. Αν ας πούμε είσαι μαλάκας, θα έχεις μια μαλακισμένη ζωή. Για μένα το ρητό αυτό καταδείχνει τα όρια του χάους, το παράλογο του κόσμου που καλό είναι να μην το προκαλείς πολύ.

— Έδωσες τελευταία πολλές συνεντεύξεις. Κάτι που δεν είπες;
Φοβάμαι, ξέρεις, ότι πολλές φορές το σινεμά μου παρεξηγήθηκε λόγω γλώσσας, χαρακτήρων κ.λπ. Ότι ίσως δεν έγινε πάντα κατανοητό ότι αυτά είναι τα μέσα που χρησιμοποίησα για να μιλήσω για τον καταναλωτισμό, την απάθεια, την αποξένωση, τον ρατσισμό, τον σοβινισμό, τη ζήλια, την προδοσία, την τοξική αρρενωπότητα, την ομοφοβία, όλα αυτά που μας ταλανίζουν ως κοινωνία. Όλα αυτά που κουβαλάμε οι άντρες ως αρσενικοί και ως Έλληνες σε μια πραγματική διάσταση, χωρίς να κρυβόμαστε, δείχνοντας πως έχουν περάσει μερικά πράγματα στο υποσυνείδητό μας ακόμα και λεκτικά. Αυτό δεν ήταν εύκολο, χρειάστηκε χρόνο, γιατί υπήρχαν αρκετές αντιδράσεις ώσπου να γίνει κατανοητό πού το πάω. Δεν κάνω, ας πούμε, βίαιες ταινίες αλλά ταινίες που μιλάνε για τη βία, έχει διαφορά αυτό. Αλλά για πες, εσένα τι σου αποτυπώθηκε πιο πολύ από την ταινία;

Γιάννης Οικονομίδης: «Κάνω ταινίες “λαϊκές” κι ας χαρακτηρίζονται σκληρές κι ακραίες»
Η Κλέλια Ρένεση και ο Βασίλης Μπισμπίκης.

— Η έλλειψη οποιασδήποτε συνείδησης, οποιασδήποτε ενσυναίσθησης από τον Θωμά, ακόμα και απέναντι στην ίδια του την οικογένεια θα έλεγα.
Ναι, το είπαν πολλοί αυτό και ισχύει. Είχε νέο κόσμο στην αίθουσα;

— Αρκετό.
Αυτό μου μεταφέρουν κι εμένα, ότι πάνε πολλοί νέοι στις προβολές, κάτι που με χαροποιεί. Θα μπορούσε, ξέρεις, να είναι η απαρχή μιας άλλης κατάστασης το γεγονός ότι μια σοβαρή, με κινηματογραφικούς όρους δραματική ταινία, που δεν είναι τηλεοπτικής κοπής τύπου «να περάσουμε καλά» και «γούτσου-γούτσου», επικοινωνεί τόσο καλά με τόσο διαφορετικό κόσμο· που να μπορεί να τη δει και ο γιος, και η μάνα μου, ας πούμε, και να συγκινηθούν εξίσου. Μας λείπει στην Ελλάδα ένα εμπορικό σινεμά με αυστηρά κινηματογραφικούς όρους. Με δύσκολες σκηνές, ρεαλιστικές ερμηνείες, ικανή δραματουργία, επίπεδο χωρίς εκπτώσεις, όλα αυτά. Πολύς κόσμος έχει ξεχάσει ότι υπάρχει κι ένας άλλος δρόμος για την επίτευξη αυτού του στόχου: Η απλότητα.

— Όταν λες «απλότητα»;
Να, βάλε π.χ. το «Megalopolis» του Κόπολα και τη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» του Σπίλμπεργκ από τη μια και τη «Φθινοπωρινή Σονάτα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν από την άλλη, η οποία γυρίστηκε με στοιχειώδη μέσα –τρεις άνθρωποι, ένα σπίτι κι ένα πιάνο–,  αλλά σε ταρακουνάει κυριολεκτικά με έναν τρόπο που οι άλλες, παρότι υπερπαραγωγές, δεν καταφέρνουν. Ειδικά εκείνο το κοντινό πλάνο που κάνει ο Μπέργκμαν στο πρόσωπο της κόρης (Λιβ Ούλμαν) όταν η πιανίστρια μητέρα της (Ίνγκριντ Μπέργκμαν) αρχίζει να παίζει τη σονάτα του Μπαχ σε κάνει να θες να ανοίξει η γη σε καταπιεί. Και το καταφέρνει αυτό με έναν απλό κι απέριττο τρόπο, ενώ άλλοι ξοδεύουν εκατομμύρια, προσπαθώντας να πάρουν το ίδιο συναίσθημα!

Θοδωρής Αντωνόπουλος

lifo.gr

Διαβάστε την κριτική της ταινίας που δημοσιεύτηκε στην Πρωινή εδώ