FOLLOW US: facebook twitter

Για τον Φίλο μου Παύλο Αθανασόπουλο

Ημερομηνία: 08-03-2023 | Συντάκτης:

Του Γιάννη Μπούρη

Δυσκολεύομαι να μιλήσω για τον Παύλο και μάλιστα ανάμεσα σε τόσους καλούς και αγαπητούς φίλους και γνωστούς που θλίβονται και θρηνούν τον πρόωρο χαμό του.

Γνωριζόμαστε και συμπορευόμαστε 55 χρόνια, από τις τελευταίες γυμνασιακές τάξεις.

Ήταν ο βαθύνους, ο στοχαστικός, ο ευρυμαθής, ο ποιητής της παρέας.

Δέκα ημερών φοιτητές μετά τις εισαγωγικές εξετάσεις, εκείνος με υποτροφία στη Νομική Αθηνών, πήγαμε στο θέατρο Άλφα, να παρακολουθήσουμε μια εκδήλωση για τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη που είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν μας άφησαν να μπούμε, έλεγαν πως ήταν γεμάτο, κι εμείς, οι αφελείς επαρχιώτες, στηθήκαμε στο απέναντι πεζοδρόμιο και σουλατσάραμε σχολιάζοντας μεγαλόφωνα. Κάποια στιγμή μας πλησιάζουν δυο τύποι με καπαρντίνες, ασφάλεια μας λένε, ταυτότητες, που μένετε, τι δουλειά κάνετε και τι ζητάτε εδώ. Είδαμε κόσμο και σταματήσαμε, λέμε, τι γίνεται; Μας είπαν φύγετε και μη σας ξαναπιάσουμε πουθενά γιατί θα σας μαυρίσουμε στο ξύλο. Είχαμε σταθεί ανάμεσα στους ασφαλίτες, φτηνά τη γλιτώσαμε τότε.

Στη συνέχεια συμμετείχαμε στην ίδρυση και τη διοίκηση του Συλλόγου Ηλείων Σπουδαστών και σε όλες τις δράσεις του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, Νομικές, Πολυτεχνείο.

Τα γεγονότα της Κύπρου, η πτώση της χούντας και η μεταπολίτευση μας βρήκαν μαζί

Έτσι συνεχίσαμε, παρά τις, κάποιες φορές, επιμέρους διαφωνίες, που ποτέ δεν διατάραξαν τις σχέσεις μας.

Στο τραπέζι μας υπήρχε πάντα μια θέση για τον Παύλο, στη αυλή του μια θέση για μας.

Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στην μακρά και πολυεπίπεδη πολιτική και κοινωνική του δραστηριότητα, είναι γνωστή σε όλους. Υπερασπιζόταν όλες του τις επιλογές, πολιτικές, κοινωνικές ή προσωπικές με  πάθος και επιμονή, κάποτε υπερβαίνοντας το μέτρο, η ανιδιοτέλεια του όμως τα απάλυνε όλα.

Έζησε μια ζωή γεμάτη, όπως την ήθελε, παρών ασταμάτητα ως την τελευταία ώρα.

Του ζητούσα φορτικά να μου δώσει να επιμεληθώ, να εκδώσουμε και να παρουσιάσουμε τα ποιήματα του, «έχουμε καιρό, δεν πέθανα ακόμα, αν τα βγάλω θα πεθάνω», μου απαντούσε, ειρωνεία της τύχης.

Συζητώντας για κάποιο φίλο μας που έφυγε νωρίς, τον πειράζαμε το καλοκαίρι με τον Τζίμη, λέγοντας του: αν θέλεις ωραίο επικήδειο από τον φίλο σου τον Βενιζέλο, φρόντισε όσο είναι καιρός. Μας στόλιζε με μερικά γαλλικά, όμως να που η ζωή κάποιες φορές μετατρέπει το αστείο σε πραγματικότητα.

Περιμέναμε να περάσουν 50 χρόνια από μια φωτογραφία που είχαμε βγάλει εδώ στο Επαρχείο, να ξαναβγάλουμε την ίδια τούτη την άνοιξη, για λίγο ούτε αυτό το προλάβαμε.

Κάποτε θυμάμαι συζητούσαμε ένα δυσερμήνευτο χωρίο του Θουκυδίδη για τους νεκρούς του Πελοποννησιακού Πολέμου «και δι ελαχίστου καιρού τύχης άμα ακμή της δόξης μάλλον ή του δέους απηλλάγησαν».

Από αυτό κράτησες το «δι ελαχίστου καιρού» και αποφάσισες γρήγορα, ξαφνικά και αναπάντεχα να μας εγκαταλείψεις, αδικώντας μας όλους, εσύ που ήσουν δικαιωματιστής, γιατί μας άφησες μόνους, πολύ μόνους…

Βάδισες προς τη συμπαντική αρμονία, για την οποία συζητούσες στον Αγιαντρέα κάποιες φορές που βρεθήκαμε με τον Μίκη Θεοδωράκη, δραπετεύοντας για εκεί, όπου

«Και τα πολλά ήταν ένα.

Και το ένα ήταν Φως.

Και το σκοτάδι βυθιζόταν στο Φως»,

όπως είχες περιγράψει σε ένα από τα γεμάτα συμβολισμούς ποιήματα σου.

«Τον Νοέμβρη στο Πολυτεχνείο φορέσαμε άσπρο χιτώνα.

Μια αγριεμένη επιθυμία ζητούσε όχημα για κάποιο άχτιστο φως.

Οι κόκκινες σημαίες ήταν απλώς το πρόσχημα.

Μονάχα η Ελευθερία στεκόταν ολόφωτη.

Δείχνοντας τον δρόμο για το φωτεινό σκοτάδι της ζωής μας.

Για το πράγμα καθεαυτό εν τέλει.»

Προς αυτή την ελευθερία πέταξες, προς την ολόφωτη ελευθερία που υπερασπίστηκες με πάθος σε όλη σου τη ζωή.

Η τριανταφυλλιά σου άνθισε σε μια εβδομάδα, σου φέραμε τριαντάφυλλα της να σε συνοδέψουν, όμως η αυλή σου θα είναι σιωπηλή τα καλοκαίρια μας.

Στο καλό Παύλο μας, στο καλό Παυλούκο μου.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος