
Η εν Ελλάδι κρίση της ακρίβειας έχει, προ πολλού, μετατραπεί σε κρίση διαβίωσης. Με μισθούς Βουλγαρίας και με τιμές Δανίας δεν χρειάζονται καν τα στοιχεία ούτε της Eurostat ούτε του ΟΟΣΑ για να τεκμηριωθεί η εκτίναξη του κόστους και η υποβάθμιση του επιπέδου ζωής.
Με τον μέσο ετήσιο μισθό, επίσης, να είναι μικρότερος από το μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου, δεν χρειάζεται καν συζήτηση περί σύγκλισης με την Ε.Ε. Η μισθωτή εργασία στην Ελλάδα παράγει πλέον μόνο νεόπτωχους, ο πληθωρισμός εκτοξεύει τις ανισότητες και οι δείκτες της ανάπτυξης και της αυξημένης παραγωγικότητας δεν είναι για όλους – στην πραγματικότητα, δεν αφορούν καθόλου τα δύο τρίτα της κοινωνίας.
Ο «ανήφορος» στις τιμές των τροφίμων, τα τελευταία έξι χρόνια, δεν αφήνει περιθώριο για κανέναν εφησυχασμό…
Η επιβράδυνση του πληθωρισμού σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι μειώνεται το γενικό επίπεδο των τιμών άλλα ότι μειώνεται ο ρυθμός αύξησής του.
Στο εβδομαδιαίο δελτίο της Eurobank, «7 Ημέρες Οικονομία», παρουσιάζεται μια ενδελεχή μελέτη για τον πληθωρισμό με ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα.
Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό και αναντίρρητα αποδεκτό ότι «ο πληθωρισμός των τροφίμων πλήττει αναλογικά περισσότερο τα νοικοκυριά που βρίσκονται στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, καθότι για αυτά τα νοικοκυριά το βάρος των τροφίμων στο καλάθι τους είναι αναλογικά μεγαλύτερο σε σχέση με τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια».
Μέχρι και σήμερα οι προσπάθειες της κυβέρνησης να μπει ένα «φρένο» στην ακρίβεια δεν έχουν αποδώσει τα επιθυμητά αποτελέσματα με τα δημοσκοπικά ευρήματα να δείχνουν πως οι πολίτες δεν πείθονται.
Οι τιμές βασικών προϊόντων που εξακολουθούν να βρίσκονται στα ύψη, εξανεμίζοντας το εισόδημα των πολιτών, αποτελούν ένα τρανταχτό παράδειγμα πως τα πράγματα δεν πάνε καλά. Βασικά προϊόντα όπως το κρέας έχουν αυξηθεί πάνω από 30%, το γάλα 40% και το βούτυρο 50% σε σύγκριση με τα επίπεδα πριν την πανδημία.
Η ακρίβεια στα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης έχει, μετά από τρία εφιαλτικά χρόνια, μετατραπεί σε πρόβλημα επιβίωσης. Ο μισθός και η σύνταξη διαρκούν λιγότερο από τον ημερολογιακό μήνα.
Ακόμη δυσκολότερη γίνεται η κατάσταση αν αναλογιστεί κανείς πως εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα οι ανατιμήσεις υπερβαίνουν τον ρυθμό αύξησης των μισθών και των εισοδημάτων, γι’ αυτό και βλέπουμε την αγοραστική δύναμη να κατρακυλά στον πάτο της ΕΕ.
Τα στοιχεία της Eurostat επιβεβαιώνουν για ακόμα μια φορά ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην «ουρά» των Ευρωπαϊκών κρατών σε σχέση με το μέσο μισθό, αλλά στην κορυφή όσον αφορά τις τιμές των βασικών προϊόντων. Η Ελλάδα καταγράφει τη δεύτερη χαμηλότερη μέση ετήσια αμοιβή πλήρους απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία που έχει 15.400 ευρώ μέσο μισθό. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχεται σε 39.800 ευρώ, ενώ χώρες με παρόμοιο πληθυσμιακό και παραγωγικό προφίλ, βρίσκονται σε πολύ υψηλότερες θέσεις από την Ελλάδα.
Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα ο πρωθυπουργός διαπίστωσε ότι «υπάρχει πρόβλημα ακρίβειας στη χώρα» και πως «ειδικά για τους συμπολίτες μας που είναι στο νοίκι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα». Και αφού επανέλαβε ότι «η ακρίβεια είναι παγκόσμιο φαινόμενο», δήλωσε πως «πρέπει να στηριχθεί το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών».
Το να είσαι πρωθυπουργός και να αναγνωρίζεις πως υπάρχει πρόβλημα ακρίβειας στη χώρα μπορεί να είναι μια καλή αρχή. Το να είσαι όμως έξι χρόνια πρωθυπουργός και στο έβδομο έτος της θητείας σου να διαπιστώνεις ότι «πρέπει να γίνουν έλεγχοι στην αγορά» και να λες ότι «το ερώτημα είναι πώς κατανέμονται τα διαθέσιμα χρήματα» μπορεί και να σημαίνει ότι είσαι μέρος του προβλήματος…