
Σε κίνδυνο ένδειας και κοινωνικού αποκλεισμού 1 στους 4 Έλληνες
Τα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθυσμό σε κίνδυνο φτώχειας και σε κοινωνικό αποκλεισμό είναι ένα ηχηρό χαστούκι στην κυβερνητική προπαγάνδα περί συνεχούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών επί των ημερών της. Οι δείκτες λένε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Όπως προκύπτει από την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών για το 2024, οι στρατιές των φτωχών και κοινωνικά αποκλεισμένων αυξήθηκαν και ξεπερνάνε πλέον τα 2,74 εκατομμύρια άτομα, ήτοι το 26,9% του πληθυσμού.
Το γεγονός όμως ότι ενώ περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται, ταυτόχρονα αυξάνονται και οι φτωχοί, είναι τρανή απόδειξη ότι για μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού οι μισθοί δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
Τουλάχιστον επτά από έναν κατάλογο 13 βασικών αγαθών και υπηρεσιών (ο δείκτης που υπολογίζει το «ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις Ευρώπη 2030») στερείται το 14% του πληθυσμού της χώρας, όπως καταδεικνύει, μεταξύ πολλών άλλων ανησυχητικών στοιχείων, αποκαλυπτική έρευνα της Στατιστικής Υπηρεσίας ΕΛΣΤΑΤ, για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών του 2024 Αυξημένο κίνδυνο φτώχειας διατρέχουν ένας στους τέσσερις Έλληνες, ενώ παιδιά, γυναίκες και μονογονεϊκές οικογένειες βρίσκονται πιο κοντά σε αυτήν τη δεινή οικονομική κατάσταση.
Τα αποκαλυπτικά στοιχεία της έρευνας
- Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 27% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 24,5% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 36,9% για τον φτωχό πληθυσμό. Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου το 2024, είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 40,9% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 36,4% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 56,7% για τον φτωχό πληθυσμό.
- Το 34,4% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού εκτιμάται σε 5,6%.
- Το 81,9% του φτωχού πληθυσμού και το 34,6% του μη φτωχού δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 480 ευρώ.
- Το 74,8% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει αδυναμία πληρωμής μίας εβδομάδας διακοπών. Το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 39%.
- Το 43,6% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται σε 13%.
- Το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 28,9%, ενώ το ποσοστό για τον φτωχό και για τον μη φτωχό πληθυσμό είναι 88,9% και 14,2%, αντίστοιχα.
- Το 36,3% του πληθυσμού που έχει λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται σε 49,6% για τον φτωχό πληθυσμό και σε 33,1% για τον μη φτωχό πληθυσμό.
- Το 56,1% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ., ενώ για τον μη φτωχό πληθυσμό το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 19,2%.
- Το 77% του φτωχού πληθυσμού και το 25,4% των μη φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του, με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.
- Ποσοστό 20,2% του πληθυσμού αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω θορύβου από τους γείτονες ή τον δρόμο.
- Αναφορικά με την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών, σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες – για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω – προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:
- Το 26,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 54,1% και 20,6%.
- Το 34,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι. Το ποσοστό εκτιμάται στο 62,9% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 28,4% για τον μη φτωχό.
- Το 6,9% του πληθυσμού, ηλικίας 16 ετών και άνω, δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 14,8% μέτρια, ενώ το 78,3% πολύ καλή ή καλή υγεία. Το 24,5% του πληθυσμού, ηλικίας 16 ετών και άνω, έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας.
- Το 8,7% του πληθυσμού, για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο, είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 9,6% τις είχε περιορίσει, αλλά όχι πάρα πολύ.
- Το 24,4% του πληθυσμού δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 36% και 21,8%, αντίστοιχα.