
O Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, γνωστός ως Πάπας Φραγκίσκος ο Α΄, γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1936 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής και έγινε ο πρώτος λατινοαμερικάνος και Ιησουίτης Ηγέτης της καθολικής εκκλησίας.
Εμπνεόμενος από τον Ιγνάντιο Λογιόλα, ιδρυτή του Τάγματος των Ιησουητών (ή της Εταιρίας του Ιησού, όπως αρχικά ήταν η ονομασία του Τάγματος τον 16ο αιώνα), αφοσιωμένο μελετητή του έργου του άγιου Δομίνικου και του άγιου Φραγκίσκου της Ασίζης —τους ιδρυτές των δύο κύριων μέχρι τότε θρησκευτικών ταγμάτων— αποφάσισε να ακολουθήσει τον δρόμο και τη διδασκαλία τους, η οποία βασιζόταν σε όρκους αγνότητας, πενίας και υποταγής.
Αν και αρραβωνιάστηκε, στα νιάτα του, εγκατέλειψε σύντομα τις γήινες απολαύσεις και αφοσιώθηκε στα θρησκευτικά και πνευματικά του καθήκοντα, επιδεικνύοντας σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο στις φτωχογειτονιές της Αργεντινής, σε μια ταραγμένη περίοδο που ακολούθησε την πτώση του Περόν από τη στρατιωτική χούντα του Βιδέλα.
Ως αρχιεπίσκοπος του Μπουένος Άιρες, έδωσε έμφαση στην στήριξη των φτωχότερων πολιτών, στην διάδοση του λόγου του Θεού σε κάθε γωνιά της πόλης, στο να παραμείνουν «πάντα ανοικτές» οι πύλες όλων των εκκλησιών και στην στενή συνεργασία κληρικών και λαϊκών.
Όπως συμβαίνει με κάθε Πάπα που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και ο Φραγκίσκος είχε να διαχειριστεί μια σκληρή κριτική προς το πρόσωπό του όσον αφορά στη στάση του εκείνα τα χρόνια, μια στάση που χαρακτηρίστηκε, στην χειρότερη, ως υποστηρικτική απέναντι στη στρατιωτική χούντα και, στην ηπιότερη εκδοχή, ως μια στάση Σιωπής και Απάθειας απέναντι στα εγκλήματα του Βιδέλα από το 1976 μέχρι το 1983. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, έλαβαν χώρα 40.000 εξαφανίσεις και δολοφονίες πολιτών από το καθεστώς στο πλαίσιο της περίφημης “Επιχείρησης Κόνδορας”.
Το Βατικανό έκανε λόγο για “δυσφημιστική εκστρατεία” δυνάμεων της “αντικληρικής αριστεράς” κατά του πάπα Φραγκίσκου του Α’ , μολονότι ο ίδιος ( σε μια δίκη, ως μάρτυρας, το 2010 που δεν μπόρεσε τελικά να αποφύγει), παραδέχτηκε πως δεν αντιτάχθηκε ανοικτά στο στρατιωτικό καθεστώς, αλλά βοήθησε αρκετούς διωκόμενους, παρασκηνιακά. Γεγονός είναι ότι οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχουν κοινή θέση για το πόση ευθύνη φέρει για την τότε στάση του.
Το 2005, ο Μπεργκόλιο είχε φτάσει και πάλι πολύ κοντά στο να εκλεγεί Πάπας αντί του Βενέδικτου ΙΣΤ’. Οι καρδινάλιοι γνώριζαν την εν λόγω ιστορία. Τότε σύμφωνα με κάποιους ήταν ο ίδιος ο Μπεργκόλιο που έκανε στην άκρη, ζητώντας από τους καρδιναλίους να σταματήσουν να τον ψηφίζουν, δίνοντας έτσι τον ρόλο του φαβορί στον Γιόζεφ Ράτσινγκερ, ο οποίος και εξελέγη, ως Βενέδικτος ΙΣΤ΄και συνέδεσε το όνομά του με διαδοχικές αποκαλύψεις για σκάνδαλα παιδεραστίας στην Καθολική εκκλησία.
Από τις αρχές της ασθένειάς του αυτό το χρόνο, άρχισε ο διάλογος για το μέλλον της Αγίας Έδρας και την διαδοχή του Πάπα Φραγκίσκου.
Φυσικά και δεν πρόκειται να υπάρξει κάποια «επαναστατική» αλλαγή. Η σύγχρονη πορεία της Αγίας Έδρας καθορίστηκε τη δεκαετία του 1960, μετά τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού, όταν η ηγεσία του Βατικανού πέρασε ολοκληρωτικά υπό την επιρροή εξωτερικών δυνάμεων, οι οποίες εκπροσωπούσαν τα ψυχροπολεμικά συμφέροντα των δυτικών πολιτικών κύκλων και αμφιλεγόμενων γεωστρατηγικών και οικονομικών δομών. Κύριος εκφραστής της παραπάνω «πολιτικής» υπήρξε ο Παύλος ο ΣΤ’.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια προωθήθηκε ο διαθρησκειακός διάλογος ενώ, παράλληλα, στο πλαίσιο της “ανανέωσης” (aggiornamento), η Εκκλησία προσαρμόστηκε στις σύγχρονες κοινωνικές νόρμες, απομακρυνόμενη από την παραδοσιακή της αποστολή, αναθεωρώντας το Δόγμα, προσαρμόζοντάς το σε ένα περισσότερο προτεσταντικό μοντέλο.
Το τελευταίο προπύργιο που απέμενε ήταν οι θεμελιώδεις κανόνες της χριστιανικής ηθικής.
Σε αυτή την ηθική διακονία βασίστηκε ο Ιησουίτης Ποντίφικας Φραγκίσκος και προώθησε μια πιο ανεκτική στάση απέναντι στις σύγχρονες εξελίξεις της οικογενειακής πολιτικής, ενώ υποστήριξε τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή ως όφελος για τον χριστιανικό κόσμο.
Η Εκκλησία δεν είναι μόνο δογματική, είναι και ευέλικτη. Έτσι, όταν ξεκίνησαν τα γεγονότα που σχετίζονται με το Great Rese –ψηφιοποίηση, πανδημία COVID, πλήρης εμβολιασμός, walk ατζέντα, προστασία του περιβάλλοντος, κλπ το Βατικανό, χέρι χέρι με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, αναμενόμενα τα υποστήριξε όλα αυτά, αναδεικνύοντας την κύρια αποστολή τους – να παρέχουν δηλαδή, πνευματική και ιδεολογική ηγεσία στον νέο, παγοσμιοποιημένο, απολιτικοποιημένο, «γενναίο κόσμο».
Ωστόσο, σύμφωνα με όλους τους αναλυτές, στις καρδιές εκατομμυρίων πιστών, ο Φραγκίσκος ο Α΄ήταν «ο Πάπας των φτωχών», ο Άγιος Πατέρας των Καθολικών που έδωσε έμφαση στην βοήθεια και στην αλληλεγγύη προς τους μετανάστες, τους «τελευταίους» και τους ξεχασμένους.
Και η αλήθεια είναι πως ο λόγος και η ταπεινότητά του, η λιτή ζωή του και οι συμβολικές πράξεις του, συμβάδιζαν με το κήρυγμα Αγάπης που εξέπεμπε.
Η επίγνωση ότι ένας καλός πιστός και άνθρωπος κρίνεται, πρώτα απ’ όλα, από την καθημερινή ζωή και τα έργα του, είναι ίσως το μεγαλύτερο αποτύπωμα που άφησε πίσω του.