Του Τζίμη Οικονομίδη, Πολιτικού Μηχανικού
Πολύς ο λόγος τελευταία, αν και θα ήταν προτιμότερος ο διάλογος, για το θέμα της Ανάπλασης (για άλλη μια φορά) της «άνω» πλατείας και του Επαρχείου. Αποφάσισα να γράψω κάποιες σκέψεις μου, όσες η όποια επιστημονική γνώση και εμπειρία, μου έχουν αφήσει παρακαταθήκη. Τις καταθέτω σαν συμμετοχή στο διάλογο που κάποια στιγμή σ’ αυτήν την πόλη οφείλουμε να ανακαλύψουμε.
Η ταυτότητα μιας πόλης για δεκαετίες, ήταν βασικά το δομημένο περιβάλλον της, σε συνδυασμό με τις επιφάνειες για την κυκλοφορία των μέσων μεταφοράς. Ήταν η βάση πάνω στην οποία εύρισκαν θέση όλες οι απαραίτητες λειτουργίες της και αυτό που την χαρακτήριζε. Ήταν η λογική που ακολουθούσαν τόσο οι υπεύθυνοι για τη δόμηση της πόλης, όσο και η αντίληψη που είχαν γι αυτήν οι κάτοικοί της.
Με την πάροδο των χρόνων και τις μεγάλες αλλαγές στην οικονομία, τις υπηρεσίες, την παραγωγή, την ανθρωπογεωγραφία, αναδύθηκαν εντεινόμενα τα προβλήματα της μόλυνσης, της κυκλοφορίας, της στάθμευσης και της αστικοποίησης. Έτσι, όλη αυτή η αρχική αντίληψη και λογική για την πόλη, αποδείχθηκε ξεπερασμένη. Η λογική ότι η ύπαρξη, διατήρηση και συντήρηση ελεύθερων υπαίθριων χώρων και αστικού πρασίνου, βελτιώνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής και τη βιωσιμότητα της πόλης, αποκτούσε πια υποστηρικτές. Η χρήση δενδροστοιχιών και πάρκων, για τον εξωραϊσμό και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων, άρχισε να γίνεται πρωταρχικό καθήκον.
Ο δημόσιος χώρος, το πράσινο και η χρήση τους, τόποι ηρεμίας αλλά και χώροι συνάντησης ανθρώπων, απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία κι έγιναν απαραίτητοι. Εκεί οι κάτοικοι επικοινωνούν ευκολότερα και τους δίνεται η ευκαιρία να αλληλεπιδρούν. Το κέρδος δε για τις μικρότερες ηλικίες, είναι ακόμα μεγαλύτερο. Τα παιδιά παίζουν και διασκεδάζουν σε μία ομαλή διαδικασία κοινωνικοποίησης, ενώ μαθαίνουν μέσα από αυτό να εκτιμούν το πράσινο και την αξία του.
Τότε επικράτησε η δεύτερη λανθασμένη επιλογή στην αντιμετώπιση του δημόσιου χώρου, με ευθύνη και των δημοτικών αρχών με την πίεση που ασκούσαν για παρεμβάσεις και γρήγορα αποτελέσματα. Εφαρμόστηκαν εκτεταμένες πεζοδρομήσεις (ακόμη και οδικών αρτηριών) τις περισσότερες φορές χωρίς καμιά χωροταξική μελέτη ή μελέτη κυκλοφοριακών και οικονομικών επιπτώσεων στη ζωή της πόλης από την επιβολή τους. Μαζίμε την «ασύδοτη» χρήση κυβόλιθου και τα αμφίβολα αισθητικά αποτελέσματα, δημιουργήθηκαν τεράστιες μόνο-λειτουργικές περιοχές. Πολλά «νεκρά σημεία» για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αποκομμένα από τη υπόλοιπη ζωή της πόλης και επεμβαίνοντας βίαια στα οικονομικά δεδομένα ευρύτερων περιοχών.
Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι οι επιλογές και οι αναπλάσεις του δημόσιου χώρου, δεν είναι νεοπλουτίστικες επιλογές διακόσμησης. Οφείλουν να εξυπηρετούν επιτακτικές κοινωνικές ανάγκες και παράλληλα να επιτυγχάνουν το σκοπό για τον οποίο γίνονται. Βασικός τους στόχος, οφείλει να είναι η αντιμετώπιση της αφόρητης έλλειψης του αστικού πρασίνου, σε συνδυασμό με την αισθητική, περιβαλλοντική, λειτουργική αποκατάσταση της περιοχής αναφοράς.
Η κρίση, πρώτα η οικονομική και τελευταία η υγειονομική, ανέδειξαν αυτά τα προβλήματα, αλλά και την ωφελιμότητα του δημόσιου χώρου. Η εφαρμογή μιας νέας λογικής στις αναπλάσεις παράλληλα με την ανάγκη χρήσης περισσότερου πρασίνου φαντάζει μονόδρομος.
Επιπλέον, η ποιότητα και η βιωσιμότητα μιας πόλης που θέλει να λέγεται σύγχρονη, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο σχεδιασμό. Δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα των προσωπικών σκέψεων και επιλογών ΕΝΟΣ ΜΟΝΟ ανθρώπου. Ιδιαίτερα όταν αλλάζουν βασικές σταθερές της πόλης. Ο σχεδιασμός δε, οφείλει να στηρίζεται στα υπόβαθρα παραδοχών, δεδομένων, μετρήσεων και αναμενομένων αποτελεσμάτων, που προκύπτουν από τα «πρωτόκολλα» που οι διάφοροι τομείς της επιστήμης χρησιμοποιούν και οι ομάδες επιστημόνων εφαρμόζουν.
Ιδιαίτερα σε μια πόλη μονοκεντρική όπως ο Πύργος, μια πόλη που εφαρμόστηκαν όλες οι διαχρονικά λανθασμένες επιλογές, αυτά τα στοιχεία αποκτούν μεγαλύτερη σημασία. Ακόμη περισσότερο όταν η περιοχή που αφορούν, είναι ο ιστορικός τόπος αναφοράς της πόλης, το χαρακτηριστικό της σημείο και ο μοναδικός ίσως πνεύμονας πρασίνου της.