Μέσα από την ομίχλη της Βικτωριανής εποχής ο Βρετανός συγγραφέας έδωσε στις μέρες των γιορτών κέφι, χαρά και έναν ηθικό στόχο, θέτοντας τις βάσεις για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το χριστουγεννιάτικο ιδεώδες σήμερα
Ας κάνουμε εικόνα το σκηνικό με τη δύναμη της φαντασίας μας. Λονδίνο, Δεκέμβριος 1843. Η ομίχλη απλώνεται πάνω από τον Τάμεση σαν κουβέρτα που προσπαθεί να κρύψει μια πόλη βρόμικη, φτωχή και χαοτική. Η βικτωριανή πρωτεύουσα είναι ένα σύμπαν πολλαπλών αντιθέσεων: χρυσά σαλόνια και σκοτεινές στοές, ατμομηχανές και παιδική εργασία, σαλόνια όπου συχνάζουν ευγενείς συζητώντας για το ένα ή το άλλο θέμα και φτωχικά δωμάτια όπου οικογένειες στριμώχνονται γύρω από μια σόμπα που τρίζει. Πλησιάζουν Χριστούγεννα, αλλά αυτή είναι μια μισοξεχασμένη γιορτή, ένα έθιμο που επιβιώνει σε μερικά χωριά, αλλά ελάχιστα αγγίζει την καθημερινότητα των μαζών στις μεγάλες πόλεις. Δεν υπάρχουν πολύχρωμοι στολισμοί, οικογενειακά δείπνα όπως τα γνωρίζουμε ή μια κοινή αντίληψη ότι η γιορτή είναι μια εποχή ξεχωριστής γενναιοδωρίας. Και τότε, ένας συγγραφέας, ένας δημοσιογράφος της εποχής, ένας άνθρωπος που τριγυρνά στο νυχτερινό Λονδίνο για να παρατηρεί την ανθρώπινη μιζέρια και το ανθρώπινο μεγαλείο, γράφει ένα μικρό βιβλίο.
Ο Κάρολος Ντίκενς, γιατί προφανώς περί αυτού πρόκειται, αντιμετωπίζει εκείνο τον χειμώνα σοβαρά οικονομικά προβλήματα· τα έργα του δεν πηγαίνουν τόσο καλά. Όμως έχει στα χέρια του κάτι πιο ισχυρό από τα χρήματα: μια εμπειρία που τον σημάδεψε. Έχει μόλις επισκεφθεί ένα σχολείο για φτωχά παιδιά στο Μάντσεστερ – το θέαμα της εξαθλίωσης και των «Μικρών Τιμ», όπως θα τους έκανε σύμβολα στη νουβέλα του, τον συγκλονίζει. Φεύγει από εκεί με μια ιδέα: μια ιστορία που δεν θα έδινε απλώς ένα μήνυμα, αλλά θα ταρακουνούσε τη συνείδηση μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Το Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία γράφεται μέσα σε μόλις έξι εβδομάδες και τυπώνεται σε μορφή βιβλίου στις 19 Δεκεμβρίου 1843. Ανήμερα εκείνων των Χριστουγέννων δεν έχει μείνει ούτε ένα αντίτυπο απούλητο. Το κοινό νιώθει ότι κάποιος έχει βρει ξανά το «πνεύμα των Χριστουγέννων». Ένα αίσθημα που ίσως δεν είχε υπάρξει ποτέ σε τέτοια μορφή, αλλά που τώρα ξαφνικά όλοι αισθάνονται πως αναγνωρίζουν.
«Γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος»
Οι πρώτες αντιδράσεις είναι, όντως, αποκαλυπτικές. Ο Ουίλιαμ Θάκερι, ένας από τους πιο σεβαστούς συγγραφείς της εποχής, και συχνά έντονα ανταγωνιστικός απέναντι στον Ντίκενς, γράφει στο Fraser’s Magazine τον Φεβρουάριο του 1844: «Αυτό το βιβλίο είναι ένα εθνικό όφελος. Διαβάζοντάς το γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος». Δεν ήταν ο μόνος που εκθείαζε το πνεύμα του βιβλίου. Το Illustrated London News, το πλέον επιδραστικό εικονογραφημένο περιοδικό της εποχής, σημειώνει το 1847: «Ο κ. Ντίκενς, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα, έδωσε στα Χριστούγεννα τον τωρινό χαρωπό και παιγνιώδη χαρακτήρα».
Μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία, το έργο του έχει ήδη θεωρηθεί παράγοντας αναμόρφωσης μιας γιορτής. Μπορεί στις μέρες μας αυτό να μη γίνεται κατανοητό, όμως στη βικτωριανή Αγγλία ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι αντίστοιχος της δύναμης που διαθέτουν σήμερα τα σόσιαλ μίντια. Ο Ντίκενς, ίσως χωρίς να το συνειδητοποιεί, συμπυκνώνει σε μια ιστορία όλα όσα λείπουν από τα Χριστούγεννα της εποχής του: την οικογενειακή θαλπωρή, το τραπέζι της οικογένειας ως καταφύγιο, τη σημασία της φιλανθρωπίας και της κοινωνικής ευαισθησίας. Κι όλα αυτά μέσα από μια μεταμορφωτική διάσταση, όπου ο πρώην κακός της ιστορίας, μπρος στην παιδική αθώοτητα, γίνεται εκών καλός.
Ο Ντίκενς συμπυκνώνει σε μια ιστορία όλα όσα λείπουν από τα Χριστούγεννα της εποχής του: την οικογενειακή θαλπωρή και τη σημασία της φιλανθρωπίας.
Όλες αυτές οι έννοιες υπήρχαν και πριν από τον Ντίκενς, αλλά ήταν διάσπαρτες. Και σίγουρα δεν αποτελούσαν μια ολοκληρωμένη, ενιαία αφήγηση γιορτής. Ο Ντίκενς, ένας ρομαντικός, κοινωνικά ευαίσθητος παρατηρητής της ανθρωπότητας, τους έδωσε συνοχή. Το αποτέλεσμα; Το βιβλίο έγινε όχι απλώς λογοτεχνικό έργο, αλλά μια τελετουργία. Οι οικογένειες το διάβαζαν μαζί κάθε Δεκέμβριο. Θέατρα το ανέβαζαν ασταμάτητα. Το μήνυμα της μοναδικής νύχτας που μεταμορφώνει την καρδιά ενός ανθρώπου έγινε ετήσια υπενθύμιση. Και το Λονδίνο άρχισε να αλλάζει. Όχι ολόκληρο (η πραγματικότητα πάντα θα είναι πιο σκληρή από τα παραμύθια), αλλά, τουλάχιστον, τα Χριστούγεννα έγιναν κάτι πιο φωτεινό από τον υπόλοιπο χρόνο.

Η επίδραση του Ντίκενς ξεπερνά τα βρετανικά σύνορα. Στη Νέα Υόρκη, στη Βοστώνη και στην Ουάσιγκτον, το όνομά του έγινε συνώνυμο των γιορτών. Είναι χαρακτηριστικό το άρθρο των New York Times το 1863, 20 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση, στο οποίο μεταξύ άλλων σημειώνεται: «Κανένας άλλος δεν μας έδειξε πώς να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα στην Αγγλία και την Αμερική». Τα ίδια και ακόμη πιο ένθερμα είναι τα λόγια της Westminster Review το 1867, όταν ο Ντίκενς πραγματοποίησε τη δεύτερη αμερικανική περιοδεία του: «Τα Χριστούγεννα όπως τα θυμόμαστε και όπως θα θέλαμε να είναι, είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής φαντασίας του Ντίκενς». Κάπως έτσι άρχισε να εδραιώνεται ο μύθος και η ιδέα ότι ο Ντίκενς σχηματοποίησε, αν δεν δημιούργησε, το χριστουγεννιάτικο ιδεώδες.
Η υπερβολή της λατρείας
Ο Ντίκενς πεθαίνει το 1870, αλλά το 1884, στην εφημερίδα New York Post σχολιάζεται το εξής: «Επί σαράντα χρόνια ο Ντίκενς έθεσε τον τόνο και σχηματοποίησε τις προσδοκίες που έχουμε για τα Χριστούγεννα». Καθώς περνούν οι δεκαετίες, οι άνθρωποι αρχίζουν να βλέπουν στον Ντίκενς κάτι περισσότερο από έναν συγγραφέα: βλέπουν τον αρχιτέκτονα μιας εποχής του χρόνου. Και κάπως έτσι, η περιγραφή του «ανθρώπου που εφηύρε τα Χριστούγεννα» αρχίζει να εμφανίζεται δειλά στον αγγλοσαξονικό Τύπο στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Δεν είναι ακριβής τίτλος· είναι τιμητικός, ποιητικός. Έχει την υπερβολή της λατρείας και την αλήθεια της επίδρασης. Γιατί, στ’ αλήθεια, ποιος «επινόησε» τα Χριστούγεννα; Η θρησκεία; Ναι. Οι παλιές αγγλικές παραδόσεις; Φυσικά. Η βασίλισσα Βικτωρία και ο πρίγκιπας Αλβέρτος με το χριστουγεννιάτικο δέντρο; Οπωσδήποτε. Ωστόσο, είναι ο Ντίκενς που έδωσε στα Χριστούγεννα ψυχή μέσω της συγκίνησης και του ηθικού στόχου. Ακόμη περισσότερο: μας πρόσφερε τους ήρωες με τους οποίους μπορούμε να ταυτιστούμε: τον Μικρό Τιμ, τον Μπομπ Κράτσιτ, τον Σκρουτζ και τα πνεύματα των Χριστουγέννων.
Σήμερα, σχεδόν δύο αιώνες μετά, τα Χριστούγεννα έχουν εξελιχθεί σε μια πολυεπίπεδη γιορτή: υπερκαταναλωτική, εμπορική, οικογενειακή, συναισθηματική, κοινωνική. Όμως, κάτω από όλα αυτά το ντικενσιανό υπόστρωμα επιμένει. Κάθε φορά που μια φιλανθρωπική οργάνωση κάνει έκκληση στα Χριστούγεννα. Κάθε φορά που η εικόνα μιας οικογένειας μπροστά στο γιορτινό τραπέζι παρουσιάζεται ως ιδανική, ακόμη κι αν μέσα μας ξέρουμε πως δεν είναι. Κάθε φορά που μια ιστορία μιλάει για το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων. Κάτω από όλα αυτά ακούγεται ο ψίθυρος του Ντίκενς. Κάθε φορά που βλέπουμε μια ταινία όπου κάποιος «αλλάζει μέσα στη μαγεία της γιορτής», η εικόνα του Σκρουτζ επιστρέφει. Κάθε φορά που πείθουμε τον εαυτό μας ότι, έστω για λίγες μέρες τον χρόνο, μπορούμε να είμαστε πιο καλοί άνθρωποι, ο Ντίκενς δικαιώνεται. Διότι πιο σημαντικό από το να εφεύρεις μια γιορτή, είναι να εφεύρεις ένα όνειρο.