Στις 22 Δεκεμβρίου 1882, γράφτηκε μια φωτεινή σελίδα στην ιστορία της καθημερινής ζωής και της τεχνολογίας. Δεν έγινε σε κάποια μεγαλοπρεπή εκδήλωση σε κάποιο συμβολικό σημείο, αλλά μέσα στο σαλόνι ενός σπιτιού στο Μανχάταν, όπου για πρώτη φορά ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο φωτίστηκε όχι με κεριά, αλλά με ηλεκτρικούς λαμπτήρες. Ήταν μια στιγμή που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από το ευρύ κοινό, ωστόσο συμπύκνωνε μια βαθύτερη μετάβαση: τη σταδιακή είσοδο της τεχνολογίας στις πιο ιδιωτικές και συμβολικές εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής.
Η εποχή ήταν μεταβατική και αντιφατική. Ο ηλεκτρισμός δεν είχε ακόμη κατακτήσει τις πόλεις και τα σπίτια· παρέμενε αντικείμενο θαυμασμού, φόβου και έντονων οικονομικών και πολιτικών συγκρούσεων. Ο Τόμας Eντισον βρισκόταν στο επίκεντρο αυτής της σύγκρουσης, προσπαθώντας να επιβάλει το συνεχές ρεύμα σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο που αντιμετώπιζε αυτή την τεχνολογική κατάκτηση με δυσπιστία. Η διάδοση του ηλεκτρικού φωτισμού δεν εξαρτιόταν μόνο από την απόδοσή του, αλλά και από την ικανότητά του να γίνει οικείος, να συνδεθεί με την ασφάλεια, την άνεση και την καθημερινότητα.
Ήδη από τα Χριστούγεννα του 1879, ο Eντισον συνήθιζε να μετατρέπει το εργαστήριό του στο Menlo Park σε χώρο εορταστικής επίδειξης του νέου ηλεκτρικού φωτισμού. Λαμπτήρες στόλιζαν τους εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους, προσελκύοντας πλήθη επισκεπτών και επενδυτών που έρχονταν να δουν από κοντά «το φως του μέλλοντος». Όμως, την πρωτοβουλία για τον πρωτοποριακό χριστουγεννιάτικο στολισμό του δέντρου, δεν την ανέλαβε ο ίδιος ο Eντισον, αλλά ο στενός συνεργάτης και φίλος του, Eντουαρντ Χ. Τζόνσον, αντιπρόεδρος της Edison Electric Light Company. Στο σπίτι του, ο Τζόνσον στόλισε ένα μεγάλο δέντρο με περίπου 80 μικρούς, χειροποίητους ηλεκτρικούς λαμπτήρες, βαμμένους με κόκκινο, λευκό και μπλε χρώμα. Το δέντρο τοποθετήθηκε σε περιστρεφόμενη βάση και οι λαμπτήρες άναβαν και έσβηναν διαδοχικά, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό παιχνίδι φωτός και κίνησης. Δεν επρόκειτο απλώς για έναν εορταστικό στολισμό, αλλά για μια προσεκτικά σκηνοθετημένη επίδειξη των δυνατοτήτων της νέας τεχνολογίας.
Η επιλογή αυτή αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς την έως τότε καθιερωμένη πρακτική. Τα χριστουγεννιάτικα δέντρα φωτίζονταν με κεριά, τα οποία μπορεί να πρόσφεραν προσέδιδαν στην εορταστική ατμόσφαιρα, αλλά ήταν εξίσου επικίνδυνα. Οι πυρκαγιές στα σπίτια κατά την περίοδο των γιορτών ήταν συχνές, και οι αστικές κοινωνίες γνώριζαν καλά το τίμημα της παράδοσης. Ο ηλεκτρικός φωτισμός πρόβαλε ως ασφαλέστερη λύση, αλλά ταυτόχρονα και ως σύμβολο της τεχνολογικής προόδου. Παρ’ όλα αυτά, το κόστος και η τεχνική πολυπλοκότητα καθιστούσαν τη χρήση του προνόμιο των λίγων.
Ο Τύπος της εποχής αντιμετώπισε το φωτισμένο δέντρο με θαυμασμό, αλλά και με μια δόση σκεπτικισμού. Οι περιγραφές μιλούσαν για ένα θέαμα εκθαμβωτικό και μαγευτικό, ωστόσο ήταν σαφές ότι επρόκειτο για κάτι εξαιρετικό, σχεδόν πειραματικό, μακριά από την καθημερινή πραγματικότητα των περισσότερων ανθρώπων.
Χρειάστηκαν αρκετές δεκαετίες για να καθιερωθούν τα λαμπιόνια ως κλασική χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. Μόνο στις αρχές του 20ού αιώνα εμφανίστηκαν εμπορικά σετ ηλεκτρικών χριστουγεννιάτικων λαμπτήρων, ενώ η ευρεία διάδοσή τους συνδέθηκε άμεσα με την εξάπλωση του ηλεκτρικού δικτύου και τη μείωση του κόστους.
Το φωτισμένο δέντρο στο Μανχάταν δεν άλλαξε άμεσα τον κόσμο. Λειτούργησε όμως ως προμήνυμα. Αποκάλυψε ότι οι μεγάλες τεχνολογικές μεταβολές δεν επιβάλλονται μόνο μέσω εργοστασίων, δικτύων και νόμων, αλλά και μέσα από μικρές, συμβολικές χειρονομίες που εισχωρούν στην ιδιωτική σφαίρα. Σήμερα, τα χριστουγεννιάτικα φώτα πλημμυρίζουν δρόμους και σπίτια, μια εικόνα γνώριμη. Πίσω από αυτή την αυτονόητη εικόνα, όμως, βρίσκεται εκείνη η χειμωνιάτικη νύχτα του 1882, όταν ο ηλεκτρισμός άρχισε, αθόρυβα αλλά οριστικά, να μεταμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο φωτίζουμε τις παραδόσεις μας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης