O προϋπολογισμός του 2026 ψηφίστηκε στη Βουλή, όπως προβλεπόταν, από την κυβερνητική πλειοψηφία. Ομως, όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι ενώ καταρτίστηκε με την ίδια φόρμουλα και τα ίδια κριτήρια που ακολουθούνται από το 2021 και ύστερα, είναι προϋπολογισμός «μεταβατικός»: από το 2027 και ύστερα θα ακολουθήσουν προϋπολογισμοί μνημονιακού περιεχομένου.
Ενόψει αυτής της αλλαγής σκυτάλης από τη μεταμνημονιακή λιτότητα μέχρι το 2026 στη μνημονιακή της συνέχεια από το 2027 και ύστερα, η συζήτηση για τη δημοσιονομική πολιτική αναπόφευκτα γενικεύεται. Πλέον τίθεται το ερώτημα κατά πόσον η ελληνική οικονομία αξιοποίησε αυτόν τον αναπτυξιακό κύκλο και τον πακτωλό πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης που ήταν διαθέσιμοι την ίδια περίοδο, ώστε να γίνει ανθεκτική σε κρίσιμους τομείς.
Τα κυβερνητικά στελέχη και ο πρωθυπουργός έχουν πολλάκις αναφερθεί στους υψηλότερους, σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό, ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Όμως, αυτό δεν συνιστά ιδιαίτερο… άθλο, όταν η Ε.Ε. των τελευταίων 5 χρόνων κινείται μεταξύ οικονομικής στασιμότητας και οικονομικής επιβράδυνσης. Ο ελληνικός μέσος ρυθμός ανάπτυξης των τελευταίων χρόνων ήταν 2%. Τέτοιος αναπτυξιακός ρυθμός ύστερα από τρομακτικές απώλειες του ΑΕΠ στα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων, ύστερα από τη δημοσιονομική ευελιξία της πανδημίας, ύστερα από τον πακτωλό επιπλέον πόρων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, είναι απλά απογοητευτικός.
Το 2019, πολλοί στο κυβερνητικό στρατόπεδο προέβλεπαν ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα εκτοξευτούν – το προσφιλές παράδειγμα ήταν η εκτίναξη του πατημένου ελατηρίου.
Ωστόσο, αν και πατημένο μέχρι τα ακρότατα όρια λόγω απωλειών 26% του ΑΕΠ στα χρόνια της κρίσης και παρά τους τεράστιους χρηματοδοτικούς πόρους, το ελατήριο δεν εκτινάχθηκε – οι ρυθμοί ανάπτυξης ακολούθησαν χαμηλές πτήσεις. Τώρα, οι επίσημες προβλέψεις του Πολυετούς Δημοσιονομικού Προγραμματισμού 2026-2029 προβλέπουν συρρίκνωση των ρυθμών ανάπτυξης σε 1,7% το 2027, 1,6% το 2028 και 1,3% το 2029. Επιβεβαιώνουν έτσι παλαιότερες αλλά και πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ ότι μετά το 2026, δηλαδή μετά το Ταμείο Ανάκαμψης, οι ρυθμοί αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ θα «προσγειωθούν» σε επίπεδα 1,25-1,5%.
Πόσο αξιοποιήθηκαν οι τεράστιοι πόροι και ο αναπτυξιακός κύκλος του 2021-2026 ώστε να οικοδομηθεί ανθεκτικότητα στο κρίσιμο ζήτημα των ρυθμών ανάπτυξης; Η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται στις ίδιες τις κυβερνητικές προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης μετά το 2026: ελάχιστα έως καθόλου.
Μία δεκαετία μετά το εναρκτήριο έτος της κρίσης και των μνημονίων, το 2010, το συνολικό πάγιο κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας ήταν 778,5 δισ. ευρώ, ενώ το 2010 ήταν 850,1 δισ. ευρώ, βρίσκεται δηλαδή 1,6 δισ. ευρώ κάτω από τα επίπεδα του εναρκτήριου έτους της κρίσης.
Όσο για τις επενδύσεις, είναι χαρακτηριστικές οι τεράστιες αποκλίσεις στους τελευταίους προϋπολογισμούς μεταξύ προβλέψεων και πραγματοποιήσεων:
● Το 2023 προβλεπόταν αύξηση των επενδύσεων κατά 15,5% και τελικά αυξήθηκαν μόλις 6,6%!
● Το 2024 η πρόβλεψη ήταν +15,1% και η πραγματική αύξηση 4,5%.
● Το 2025 η πρόβλεψη του προϋπολογισμού του 2025 ήταν 8,4% και η πρόβλεψη του προϋπολογισμού του 2026 2,1%!
● Στον Πολυετή Δημοσιονομικό Προγραμματισμό 2026-2029 προβλέπεται καθίζηση του ρυθμού αύξησης των επενδύσεων σε 0,8% και 0,9% το 2028 και το 2029 αντίστοιχα.
Με τέτοιους ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων, η ελληνική οικονομία θα χρειαστεί δύο δεκαετίες για να αυξηθεί το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας στα προ κρίσης επίπεδα.
Το πρόβλημα του τεράστιου εμπορικού ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο αντισταθμίζεται εν μέρει από το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών (λόγω των επιδόσεων του τουρισμού).
Εισόδημα και κοινωνικές συνθήκες
Όλοι οι δείκτες που παραπέμπουν στο εισόδημα (μισθοί αλλά και αγαθά-υπηρεσίες που παρέχονται από το κοινωνικό κράτος) δακτυλοδεικτούν την Ελλάδα ως χώρα με τεράστια υστέρηση από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους:
Ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι ο δεύτερος χειρότερος στην Ε.Ε., με τελευταία στη λίστα τη Βουλγαρία. Στην αγοραστική δύναμη του διαθέσιμου εισοδήματος η Ελλάδα είναι ξανά στην προτελευταία θέση της Ε.Ε.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που ένα τεράστιο ποσοστό 60% των ελληνικών νοικοκυριών δηλώνει ότι «δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα» στις μηνιαίες έρευνες οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ. Τα κέρδη ανθούν, η εργασία πένεται, δηλαδή η κοινωνία δεν αντέχει…