Νέα  παγκόσμια έρευνα του ΟΟΣΑ μας δείχνει πώς η μοναξιά και η απομόνωση βλάπτουν όχι μόνο την προσωπική μας ζωή αλλά και την κατάσταση της οικονομίας μιας χώρας.

Η ποιότητα και η ποσότητα των κοινωνικών δεσμών έχουν σημασία για το γενικό επίπεδο της ευημερίας. Η μοναξιά και η έλλειψη σύνδεσης μεταξύ των ανθρώπων έχουν κοινωνικά και οικονομικά κόστη που θα μπορούσαν να έχουν προληφθεί συμπεραίνουν οι τεχνοκράτες του ΟΟΣΑ.

Οι κοινωνικές σχέσεις – ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αλληλοεπιδρούν και σχετίζονται μεταξύ τους – έχουν βαθιές επιπτώσεις στην υγεία, την απασχόληση, την εκπαίδευση και τη συμμετοχή στα κοινά. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται ο ΟΟΣΑ, η έλλειψη κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και η μοναξιά συσχετίζονται με την πρόωρη θνησιμότητα. Συνδέονται επίσης με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης πολλών σωματικών και ψυχικών παθήσεων.

Αντίθετα, οι συχνές υποστηρικτικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις συνδέονται με καλύτερα αποτελέσματα για την υγεία. Οι θετικές σχέσεις με τους συναδέλφους σχετίζονται με μεγαλύτερη ικανοποίηση από την εργασία και δημιουργικότητα, ενώ η υποστήριξη από γονείς, δασκάλους και συνομηλίκους συνδέεται με την ακαδημαϊκή απόδοση.

 Στην Ελλάδα έχουμε το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» από τους Δήμους, το οποίο όμως αντιμετωπίζει κατά καιρούς προβλήματα, και πρωτοβουλίες όπως το «Κανένας Μόνος» και το «Φίλοι σε Κάθε Ηλικία» από ιδιωτικούς φορείς

Τον Μάιο του 2025, η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας ενέκρινε ψήφισμα που αναγνωρίζει τις κοινωνικές σχέσεις ως ουσιαστικό ζήτημα για την παγκόσμια ατζέντα υγείας. Σε διεθνές επίπεδο, τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και η Επιτροπή Κοινωνικών Σχέσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας αναγνώρισαν την καταπολέμηση της κοινωνικής απομόνωσης και της μοναξιάς ως άμεση προτεραιότητα.

Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι οι άνθρωποι συναντιούνται λιγότερο συχνά από ό,τι στο παρελθόν. Δύο ομάδες που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν «χαμηλού κινδύνου» για τη μοναξιά, οι άνδρες και οι νέοι, έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη επιδείνωση.

Η έλλειψη κοινωνικών δεσμών πολλές φορές συνυπάρχει με κοινωνικοοικονομικά μειονεκτήματα και είναι πιο συχνή στο μονομελή νοικοκυριά και σε ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η Ελλάδα έχει θετικές επιδόσεις σε πολλούς τομείς που συνδέονται με τις κοινωνικές σχέσεις, ιδίως σε επίπεδο οικογένειας. Για παράδειγμα το 86% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι έχουν τουλάχιστον καθημερινές αλληλεπιδράσεις με συγγενείς ή φίλους που μένουν κοντά τους, έναντι 67% στον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.

Ένα 30% αναφέρει ότι βρίσκεται καθημερινά από κοντά με τους φίλους του, έναντι 23% στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ και της ΕΕ.

Επίσης μόνο ένα 9% είναι δυσαρεστημένο με την ποιότητα των προσωπικών του σχέσεων, έναντι 25% στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.

Η δέσμευση των κυβερνήσεων στο θέμα της καταπολέμησης της μοναξιάς, αντανακλά την αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι, αν και οι παράγοντες που επηρεάζουν τις κοινωνικές σχέσεις είναι πολύπλοκοι, διαμορφώνονται επίσης από διαρθρωτικές συνθήκες και πολιτικές επιλογές.

Πρόκειται ωστόσο για έναν τομέα που είναι ακόμα «στα σπάργανα», όπως λέει ο ΟΟΣΑ.

Μέχρι τώρα οι περισσότερες παρεμβάσεις στοχεύουν σε άτομα που είναι απομονωμένα ή μοναχικά. Όμως νέες προσεγγίσεις που εστιάζουν σε λύσεις σε επίπεδο κοινότητας φαίνονται πολλά υποσχόμενες.

Αυτές περιλαμβάνουν τη βελτίωση της πρόσβασης σε κοινωνικές υποδομές υψηλής ποιότητας: φυσικούς χώρους που καλλιεργούν τις κοινωνικές σχέσεις, όπως βιβλιοθήκες, πάρκα, λέσχες γειτονιάς ή εμπορικά καταστήματα που ενθαρρύνουν την κοινωνικοποίηση.  Άλλες στρατηγικές δίνουν προτεραιότητα στη δημιουργία ασφαλών και εμπλουτισμένων διαδικτυακών χώρων για την οικοδόμηση κοινότητας, ιδίως για τους νέους.

Παρά το γεγονός ότι οι νεότεροι άνθρωποι γενικά έχουν καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά τις κοινωνικές σχέσεις σε σύγκριση με τις παλαιότερες γενιές, οι ηλικίες 16 έως 24 ετών παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση στην αίσθηση μοναξιάς, με την πανδημία να επιδεινώνει πιθανώς μια μακροπρόθεσμη τάση.

Οι νέοι ανέφεραν επίσης αυξανόμενη δυσαρέσκεια στις σχέσεις και επιδείνωση της κοινωνικής υποστήριξης, ενώ συναντούσαν τους φίλους τους λιγότερο συχνά.

Σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, τα άνεργα άτομα και εκείνα που ανήκουν στο χαμηλότερο εισοδηματικό κλιμάκιο είναι περίπου δύο φορές πιο πιθανό να αναφέρουν ότι αισθάνονται μοναξιά. Τα άτομα που ζουν μόνα έχουν 1,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να είναι δυσαρεστημένα με τις προσωπικές τους σχέσεις, ενώ οι ηλικιωμένοι διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο κοινωνικής απομόνωσης: το 11 % δηλώνει ότι δεν συναντά ποτέ φίλους από κοντά σε ένα τυπικό έτος, ποσοστό που είναι υπερδιπλάσιο του ποσοστού του γενικού πληθυσμού.