
Μετά από μισό και πλέον αιώνα, επαναπατρίστηκε την Παρασκευή στο φυσικό χώρο που ανήκε, θραύσμα κιονόκρανου το οποίο προέρχεται από το Λεωνιδαίο της Αρχαίας Ολυμπίας και είχε απομακρυνθεί παράνομα κατά τη δεκαετία του 1960, επιβεβαιώνοντας πρόσφατο ρεπορτάζ της Πρωινής.
Η τελετή επαναπατρισμού πραγματοποιήθηκε στο Συνεδριακό Κέντρο της Αρχαίας Ολυμπίας ( ΣΠΑΠ) από το Μύνστερ της Γερμανίας με το οποίο το ΥΠΠΟ έχει μια σταθερή συνεργασία τα τελευταία χρόνια, παρουσία του Γενικού Γραμματέα Πολιτισμού Γεώργιου Διδασκάλου, της Διευθύντριας του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, Dr. Katja Sporn, του Διευθυντή των γερμανικών ανασκαφών στην Ολυμπία, Apl. Dr. Oliver Pilz, του επιμελητή του Αρχαιολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου του Μύνστερ Dr. Torben Schreiber, της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών Βάσως Παπαγεωργίου , της Προϊσταμένης του Τμήματος Τεκμηρίωσης Έλενα Βλαχογιάννη, της Προϊσταμένης της ΕΦΑ Ηλείας, Ερωφίλης Κόλλια, στελεχών της αρχαιολογικής Υπηρεσίας και των τοπικών αρχών και φορέων.
Πρόκειται για ένα θραύσμα ιωνικού κιονόκρανου, κατασκευασμένο από ασβεστόλιθο, το οποίο σώζει κατά τόπους επίχρισμα. Έχει μέγιστες σωζόμενες διαστάσεις: 24 εκ. (ύψος) επί 33,5 εκ. (πλάτος) και εμφανίζει τεχνοτροπικές ομοιότητες με δημοσιευμένα ιωνικά κιονόκρανα από τον χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας.
Το Λεωνιδαίο, που φέρει το όνομα του δωρητή του Λεωνίδη από τη Νάξο, βρίσκεται εκτός της Άλτεως, στο νοτιοδυτικό τμήμα του ιερού της Ολυμπίας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε εμβαδόν κτίριο του ιερού (διαστάσεις: 74,80 x 81,08 μ.), με χαρακτηριστικές ιωνικές στοές εξωτερικά και στις τέσσερις πλευρές. Ανεγέρθηκε κατά το β΄ μισό του 4ου αι. πΧ και χρησίμευσε ως κατάλυμα επιφανών επισκεπτών του ιερού.
Το βόρειο μέρος του είχε αποκαλυφθεί ήδη κατά τις πρώτες γερμανικές ανασκαφές στην Ολυμπία, μεταξύ 1875 και 1881, ενώ κατά το διάστημα 1953-1956 ολοκληρώθηκε η ανασκαφή του.
Πώς “έφυγε” και πώς επέστρεψε
Το Υπουργείο Πολιτισμού σε σχετική του ανακοίνωση περιγράφοντας τις συνθήκες απομάκρυνσής του από τον αρχαιολογικό χώρο αλλά και την επιστροφή του στην Ολυμπία τονίζει χαρακτηριστικά ότι “ ο επαναπατρισμός του κιονόκρανου κατέστη δυνατός χάρη στην ευαισθησία και το θάρρος μιας Γερμανίδας, η οποία το κατείχε από τη δεκαετία του 1960, μετά από περισυλλογή του από την περιοχή του Λεωνιδαίου, κατά τη διάρκεια επίσκεψης στον χώρο.
Παρακινημένη από τις πρόσφατες επιστροφές σημαντικών αρχαιοτήτων από το Πανεπιστήμιο του Μύνστερ στις χώρες προέλευσής τους, αποφάσισε να το παραδώσει στο Πανεπιστήμιο, με την πολύτιμη συμβολή του οποίου επέστρεψε στην Ελλάδα και στην Αρχαία Ολυμπία. Το Πανεπιστήμιο του Μύνστερ αποδεικνύεται ένας σταθερός συνεργάτης του υπουργείου Πολιτισμού. Το 2019 προχώρησε στην επιστροφή του λεγόμενου σκύφου του Λούη, του Ολυμπιονίκη στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, ο οποίος σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων στην γενέτειρά τους.
Το 2024 το Μύνστερ επέστρεψε μία μαρμάρινη ανδρική κεφαλή ρωμαϊκών χρόνων προερχόμενη από νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης και πλέον κοσμεί το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.”
“Ποτέ δεν είναι αργά να γίνει το σωστό…”
Ο Dr. Torben Schreiber, επιμελητής του Αρχαιολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου του Μύνστερ, τόνισε τη σταθερή βούληση του Μουσείου να επιστρέψει κάθε αντικείμενο που αποδεικνύεται προϊόν παράνομης διακίνησης, δηλώνοντας ότι ποτέ δεν είναι αργά για να γίνει το σωστό, το ηθικό και το δίκαιο.
Κατά τη διάρκεια της τελετής επαναπατρισμού ο Γενικός Γραμματέας Πολιτισμού Γεώργιος Διδασκάλου ευχαρίστησε τους εκπροσώπους του Αρχαιολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου του Μύνστερ και δήλωσε: «Πρόκειται για μία ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή. Η πράξη αυτή αποδεικνύει ότι ο πολιτισμός και η ιστορία δεν γνωρίζουν σύνορα αλλά απαιτούν συνεργασία, υπευθυνότητα και αμοιβαίο σεβασμό. Κάθε τέτοια επιστροφή αποτελεί μία πράξη αποκατάστασης της δικαιοσύνης και ταυτόχρονα μία γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους λαούς».