
Απάντηση στο γιατί η Ελλάδα είναι «εξαρτημένη» από τους έμμεσους φόρους και γιατί επτά χρόνια μετά το τέλος των Μνημονίων οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν μειώσει τους συντελεστές ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα και υπηρεσίες, δίνει έκθεση που δημοσίευσε προ ημερών το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με τίτλο «Πτυχές της αποδοτικότητας του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» η οποία ουσιαστικά χαρακτηρίζει τον ΦΠΑ «υπερόπλο» στην άντληση εσόδων, αλλά προειδοποιεί ότι η κατάχρησή του —ιδίως όταν χρησιμοποιείται για να υποκαταστήσει την νομισματική πολιτική ή για να χρηματοδοτήσει κοινωνικούς στόχους— μπορεί να αφήσει πίσω του μεγάλες κοινωνικές ανισότητες.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, την εποχή των Μνημονίων, όταν η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με σκληρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς και βαθιά ύφεση, ο ΦΠΑ χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο ως εργαλείο αύξησης εσόδων αλλά και ως μέσο οικονομικής προσαρμογής. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα της «δημοσιονομικής υποτίμησης».
Η λογική ήταν σχετικά απλή: το κράτος αύξανε τους συντελεστές ΦΠΑ, ώστε να ακριβαίνει η κατανάλωση και κυρίως οι εισαγωγές, και ταυτόχρονα μείωνε τις εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να περιορίζεται το κόστος εργασίας για τις επιχειρήσεις. Με αυτόν τον τρόπο, τα δημόσια έσοδα παρέμεναν περίπου σταθερά, αλλά η οικονομία έπαιρνε μια ώθηση που έμοιαζε με εκείνη που θα έδινε μια υποτίμηση του νομίσματος: οι εξαγωγές γίνονταν φθηνότερες και πιο ανταγωνιστικές στο εξωτερικό, ενώ οι εισαγωγές ακριβότερες.
Όμως, το μέτρο είχε σημαντικές παρενέργειες. Η μείωση των εργοδοτικών εισφορών, που ήταν το «αντιστάθμισμα» της αύξησης του ΦΠΑ, αποδείχθηκε προσωρινή και όχι αρκετά ισχυρή για να στηρίξει την αγορά εργασίας σε βάθος χρόνου. Καθώς οι επιχειρήσεις προσάρμοσαν τις τιμές τους και οι μισθοί άρχισαν να πιέζονται, το αρχικό κέρδος για την ανταγωνιστικότητα εξανεμίστηκε. Οι εξαγωγές δεν μπόρεσαν να αυξηθούν στον βαθμό που απαιτούνταν, ενώ οι εισαγωγές συνέχισαν να καλύπτουν βασικές ανάγκες που δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν με εγχώρια παραγωγή.
Αντίθετα, ο ΦΠΑ παρέμεινε αμετάβλητος και επιβάρυνε μόνιμα την κατανάλωση. Καθώς πρόκειται για έμμεσο φόρο που επιβάλλεται εξίσου σε όλους, ανεξάρτητα από το εισόδημα, η αναλογία του βάρους ήταν πολύ μεγαλύτερη για τα χαμηλά και μεσαία στρώματα (ένα νοικοκυριό με περιορισμένα εισοδήματα αναγκάζεται να ξοδεύει το μεγαλύτερο ποσοστό των χρημάτων του σε κατανάλωση – κυρίως για τρόφιμα, ενέργεια και βασικά αγαθά, που επιβαρύνονται με ΦΠΑ). Έτσι, ενώ στα χαρτιά η μεταρρύθμιση ήταν «δημοσιονομικά ουδέτερη», στην πράξη το βάρος μεταφέρθηκε στους καταναλωτές, οι οποίοι πλήρωναν και πληρώνουν υψηλότερες τιμές.
Παρά τη λήξη της μνημονιακής επιτήρησης το 2018, η Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί ένα φορολογικό μείγμα που στηρίζεται δυσανάλογα στους έμμεσους φόρους, δηλαδή στον ΦΠΑ, στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και σε άλλες επιβαρύνσεις που πληρώνει ο καταναλωτής στο ταμείο. Ο λόγος είναι πως «δεν έμαθε να ζει χωρίς τον υψηλό ΦΠΑ». Το αποτέλεσμα είναι ότι οι έμμεσοι φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκονται περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Έτσι, η Ελλάδα, παρά την έξοδο από τα Μνημόνια, διατηρεί μια φορολογική αρχιτεκτονική που πιέζει δυσανάλογα τα νοικοκυριά και μειώνει την αγοραστική τους δύναμη.
Αν και η όλη κατάσταση πλέον περιγράφεται και σε εκθέσεις διεθνών οργανισμών, ωστόσο η κυβέρνηση εν όψει της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης δεν εμφανίζεται έτοιμη να βάλει τέλος στην επώδυνη αυτή κληρονομιά των Μνημονίων.