Σπατάλη χρόνου, ζωή χωρίς κοινωνικά δίκτυα και ψαγμένα σημεία: Οι πραγματικές πολυτέλειες το 2025

Το πολυδιαφημισμένο φαινόμενο της «ήσυχης πολυτέλειας» εξελίσσεται, με τους ειδικούς να λένε ότι οι αληθινές απολαύσεις σήμερα είναι η ηρεμία, η ησυχία και η ελευθερία για τη δημιουργία «βιολογικών ή επιλεγμένων» οικογενειών.

 Παράλληλα γίνεται εμφανής μια τάση για επιστροφή στις παραδοσιακές μορφές ψυχαγωγίας και διασκέδασης, όπως το θέατρο, ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία. Αρκετοί επιστήμονες υποστηρίζουν πως οι τέχνες και ο πολιτισμός αποτελούν πηγή για την υγεία αλλά και έμπνευση για ένα καλύτερο τρόπο ζωής. Αυτό αποδεικνύεται ήδη από ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στην Αμερική, όπου  τα μεγάλα στούντιο και πολλές ανεξάρτητες παραγωγές εστιάζουν σε θέματα για το περιβάλλον και έναν πιο ήρεμο τρόπο ζωής.

Το CultureForHealth είναι μια συνδυασμένη προσπάθεια τοπικών και περιφερειακών δράσεων στην Ευρώπη που αυξάνουν την ευαισθητοποίηση σχετικά με τον κρίσιμο ρόλο του πολιτισμού και των τεχνών στη βελτίωση της υγείας και της ευημερίας τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο στοχεύοντας στη μείωση των περιβαλλοντικών, εργασιακών και οικονομικών στρεσογόνων παραγόντων.

Οι αξιολογήσεις έχουν δείξει τα οφέλη που μπορούν να έχουν τόσο οι δραστηριότητες τέχνης όσο και πολιτισμού στην πνευματική τους υγεία

Πάντα η ζωή έχει κάποιους κώδικες αποκρυπτογράφησης για το πως τη ζούμε και τι επιδιώκουμε από τον τρόπο που ζούμε. Τις τελευταίες δεκαετίες ο δυτικός κόσμος είχε ένα αλάθητο βαρόμετρο χλιδής και κύρους. Την κατοχή και επίδειξη καταναλωτικών προϊόντων, κυρίως από το χώρο της μόδας και των αξεσουάρ που λανσάρισαν τα μεγάλα brands (Hermes, Armani κλπ).

Η έκρηξη των περιοδικών life style και οι τηλεοπτικές παραγωγές της από το 1980 έως και πρόσφατα, ανέδειξαν μεν τα ακριβά γούστα μιας μικρής ελίτ των λεγόμενων «τριζάτων πλουσίων», συμπαρέσυραν δε τη ματαιοδοξία ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων πολύ χαμηλότερης οικονομικής ευχέρειας, οι οποίοι με τη βοήθεια της Πίστωσης και του ξέφρενου καταναλωτικού δανεισμού και τις Σειρήνες της αέναης ανάπτυξης, νόμισαν πως ακόμα και ο σκληρά εργαζόμενος καθημερινός άνθρωπος μπορεί να αγοράσει μια τσάντα, ένα παπούτσι ή ένα ρολόι μερικών χιλιάδων ευρώ.

Όμως, στις μέρες μας, σχεδόν τίποτα που μπορεί να αγοραστεί με χρήματα δεν γίνεται αυτόματα αντιληπτό ως ένδειξη κύρους. Και οι νεαροί influencers είναι ικανοποιημένοι που ποστάρουν αντίγραφα από άχαρες μάρκες ενώ οι «μαιμούδες» απολαμβάνουν την  εκδίκησή τους…

Η πολυτέλεια εκδημοκρατίστηκε πλέον. Και αυτό που είναι πραγματική πολυτέλεια δεν μπορεί να αγοραστεί. Ούτε οι τσάντες της Prada ούτε τα τακούνια του Jimmy Choo, ούτε τα ακριβά καλλυντικά, των οποίων τα καλλωπιστικά αποτελέσματα είναι μόνο οριακά ανώτερα από εκείνα των προϊόντων μακιγιάζ που είναι κατάλληλα για όλους τους προϋπολογισμούς.

Πλέον οι πλούσιοι και οι οικονομικά ευκατάστατοι κατεβάζουν τον πήχη, ακολουθώντας την κουλτούρα της μετα-πολυτέλειας Ακόμα και οι υπερπλούσιοι, το 1% του πληθυσμού που ελέγχει, σύμφωνα με την Oxfam, το 95% του παγκόσμιου πλούτου, στρέφονται προς την κουλτούρα της απλής, ευχάριστης ζωής.

Δηλαδή, ενστερνίζονται την όχι εντελώς διαισθητική ιδέα ότι αυτό που διαχωρίζει την πραγματική ελίτ από τους κοινούς θνητούς έχει να κάνει περισσότερο με τις προτιμήσεις και τον τρόπο ζωής παρά με τα καταναλωτικά πρότυπα.

Τώρα, λέει, φιλοδοξούν να μονοπωλήσουν «την καλή ζωή», αφήνοντας τους υπόλοιπους από εμάς σε έναν κόσμο απογυμνωμένο από οικειότητα, μόνιμο άγχος, χωρίς ελεύθερο χρόνο, ανθυγιεινές συνήθειες, λιγοστά χρήματα – και χωρίς παιδιά.

Σύμφωνα με τα λόγια της δημοσιογράφου των New York Times, Dana Thomas, οι πραγματικές πολυτέλειες είναι «ο υπνάκος, η ηρεμία και ο ελεύθερος χρόνος».

Πολυτέλεια είναι να νοιώθουμε ασφαλείς, να μη μας παρακολουθούν, να μη μας συλλέγουν, να μην μας βλέπουν σαν «προιόντα».

Σε αυτή την κουλτούρα της καθολικής έκθεσης, «το μεγαλύτερο προνόμιο είναι να είσαι αόρατος» και ταυτόχρονα να βλέπεις τα πάντα. Δηλαδή, να κρατάς τον εαυτό σου όσο το δυνατόν περισσότερο εκτός σύνδεσης, ασφαλής από τους αλγόριθμους και απαλλαγμένος από την ανάγκη για ενεργή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Πολλά  εστιατόρια, ξενοδοχεία και καφέ με λιγοστές διαδικτυακές παρουσίες γίνονται καυτά εμπορεύματα.