
Ο Τάκης Σινόπουλος και ο Γιώργης Παυλόπουλος στην παραλία, σε μια φωτογραφία που έχει τραβηχθεί περί το 1960.
Με τη δέσμευση πως θα επανέλθουμε με αφιέρωμα σε σύγχρονους συντοπίτες μας δημιουργούς, επιλέξαμε για τούτο το Τεύχος να κάνουμε μια μικρή αναφορά στους σπουδαίους Ηλείους Ποιητές: τον Γιώργη Παυλόπουλο, τον Τάκη Δόξα, τον Μπάμπη Τσικληρόπουλο και τον Τάκη Σινόπουλο.
Γιώργης Παυλόπουλος

Ο Γιώργης Παυλόπουλος (1924-2008), ποιητής της α’ μεταπολεμικής γενιάς, γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας, στις 22 Ιουνίου 1924 και πέθανε στις 26 Νοεμβρίου 2008 στη γενέτειρά του όπου ζούσε μόνιμα. Εκεί τελείωσε το δημοτικό σχολείο και γυμνάσιο. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του το 1943, στο περιοδικό “Οδυσσέας”, που εξέδιδε με φίλους του στον Πύργο. Ποιήματα και κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά έντυπα και ανθολογίες. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: “Το κατώγι” (α’ έκδοση: Ερμής, 1971), “Το σακί” (Κέδρος, 1980), “Τα αντικλείδια” (Στιγμή, 1988), “Τριαντατρία χαϊκού” (Στιγμή, 1990), “Λίγος άμμος” (Νεφέλη, 1997), “Ποιήματα 1943-1997” (συγκεντρωτική έκδοση, Νεφέλη, 2001), “Πού είναι τα πουλιά” (Κέδρος, 2004) και “Να μη τους ξεχάσω” (Κέδρος, 2008). Συμμετείχε σε πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και συμμετείχε στην ΙΘ’ Πανελλήνια έκθεση ζωγραφικής. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ολλανδία, Ιταλία, Πολωνία, Ρωσία, Η.Π.Α. και Καναδά, και περιέχονται στα διδακτικά βιβλία για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία της Γ’ Ενιαίου Λυκείου. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Τάκης Δόξας

Ο Τάκης Δόξας πεζογράφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στον Πύργο το 1913 όπου έζησε και πέθανε το 1976.
Σπούδασε στη Σχολή Συνεταιριστών στην Αθήνα και διορίστηκε στο Πρωτοδικείο Πύργου.
Από το 1954 πήρε τη θέση του διευθυντή της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Πύργου, θέση που κράτησε σχεδόν ως το θάνατό του.
Κατά τη θητεία του η βιβλιοθήκη αναδείχθηκε σε πνευματικό κέντρο της περιοχής, προσφέροντας σπουδαίο έργο στα γράμματα και στην πνευματική ανάπτυξη του τόπου.
Εκτός από τα έργα του που κυκλοφόρησαν σε βιβλία, δημοσίευσε πολλά άρθρα σ’ εφημερίδες και περιοδικά, ανάπτυξε πλούσια πνευματική δραστηριότητα στο χώρο της επαρχίας, έδωσε διαλέξεις και οργάνωσε πολλές φιλολογικές εκδηλώσεις, με στόχο την πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής.
Ανέβασε τα θεατρικά έργα «Ο άνδρας της» (1944) και «Κατοχή» (1948) και διηύθυνε τα τοπικά περιοδικά «Βήμα των νέων», «Οδυσσέας» και «Βωμός».
Διακρίθηκε ως διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος και το 1957 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Πελοποννησιακής Πεζογραφίας από την Ακαδημία Αθηνών.
Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, αγγλικά, ιταλικά και τουρκικά ,ενώ η ποιητική του σύνθεση «Φως της Ολυμπίας» απαγγέλλεται κατά την τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας.
Πέθανε ξαφνικά στις 30-10-1976 στον Πύργο.
Μπάμπης Τσικληρόπουλος

Ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στον Πύργο το 1939… αλλά δεν έμαθε ποτέ του γιατί –όπως σημειώνει στα βιβλία του. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στη γενέτειρά του και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Είδε το αδελφό του να πεθαίνει, τον άλλον, γραμματέα του ΕΑΜ στο νομό Ηλείας να σέρνεται στις εξορίες και τις φυλακές….»
Για την ιδιαίτερη πατρίδα του συνήθιζε να λέει με πικρία «Ο Πύργος σκοτώνει τα παιδιά του».
Ανήκει στη γενιά των συγγραφέων που ακολούθησαν τη διαδρομή από το θέατρο του παραλόγου, στην καταγραφή περιθωριακών φαινομένων του νεοελληνικού βίου.
Στα γράμματα εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 1966, με την ποιητική συλλογή «Επίσκεψη». Άφησε τα χνάρια του στο νεοελληνικό θέατρο, δίνοντας σημαντικά έργα που παρουσιάστηκαν στο κρατικό και ελεύθερο θέατρο. Έγραψε σενάριαγια την τηλεόραση και τον κινηματογράφο αλλά και μυθιστορήματα, παιδικά βιβλία, στίχους.
Ο Μπαμπης Τσικληρόπουλος, που όλη του τη ζωή αναζητούσε την πεμπτουσία της ζωής σε ομορφιές που οι άλλοι γύρω του προσπερνούσαν, είχε υπογράψει τους στίχους σε δύο από τα πιο αγαπημένα τραγούδια ,την «Ελένη»
…Ζούμε σ’ έναν κόσμο μαγικό που υποχθόνια δουλεύει σε μοναδικό σκοπό….
και το «Γράμμα»
…. κι εσύ με ρωτάς αν αντάμωσα την ευτυχία γραμμένη στον τοίχο την είδα σε μια συνοικία…
του συνθέτη Θάνου Μικρούτσικου με ερμηνεύτρια την Χαρούλα Αλέξιου.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος. Έγραψε μυθιστορήματα, θεατρικά και παιδικά βιβλία και δούλεψε με επιτυχία στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο.
Ο Μπάμπης Τσικληρόπουλος έφυγε σε ηλικία 72 ετών στις 30 Μαρτίου 2011 και ετάφη στη γενέτειρά του.
Τάκης Σινόπουλος

Τάκης Σινόπουλος: Κι οι πόνοι εφύγανε από το κορμί κι η πείνα από τη μνήμη
Ο Τάκης Σινόπουλος, ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης, γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα Ηλείας, πλησίον του Πύργου, στις 17 Μαρτίου (30 Μαρτίου με το νέο ημερολόγιο) 1917.
Ο πρωτότοκος γιος του ηλείου φιλολόγου Γιώργη Σινόπουλου και της εκ Γορτυνίας ορμωμένης Ρούσας – Βενέτας Αργυροπούλου έλαβε το βαφτιστικό όνομα Πάικος (έτσι ονομαζόταν ο εκ μητρός παππούς του).
Ο Σινόπουλος πέρασε τα μαθητικά χρόνια του στον Πύργο (στα γυμνασιακά χρόνια έλαβε χώρα η πρώτη, δειλή επαφή του με το γράψιμο) και το φθινόπωρο του 1934 αναχώρησε για την Αθήνα, προκειμένου να σπουδάσει ιατρική. Ενόσω ήταν φοιτητής, δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, κριτικά σημειώματα και μεταφράσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της επαρχίας.
Τον Ιανουάριο του 1941 επιστρατεύτηκε ως λοχίας του Υγειονομικού. Επί Κατοχής έλαβε μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις και συνέχισε να γράφει και να δημοσιεύει μεταφράσεις και ποιήματα.
Φυλακίστηκε από τις ιταλικές κατοχικές Αρχές ως αντιστασιακός, το καλοκαίρι του 1942, και πήρε το πτυχίο του από την Ιατρική Σχολή, το Μάρτιο του 1944. Τον Ιανουάριο του 1945 κατετάγη στο στρατό ως λοχίας του Υγειονομικού,
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου ο Σινόπουλος βρέθηκε με το τάγμα του στο Αγιόφυλλο και στο Βίτσι, απ’ όπου απολύθηκε το Μάιο του 1949.
Στο μετέπειτα βίο του ο Σινόπουλος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως γιατρός. Τον Ιούλιο του 1972 νυμφεύτηκε τη Μαρία Ντότα.
Ο Τάκης Σινόπουλος απεβίωσε αιφνιδίως (από συγκοπή) στον Πύργο στις 26 Απριλίου 1981, ανήμερα του Πάσχα.
Ο ποιητής Σινόπουλος πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1934 με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης, δημοσιεύοντας το ποίημα «Προδοσία» και το διήγημα «Η εκδίκηση ενός ταπεινού» σε καλοκαιρινό φύλλο της εφημερίδας του Πύργου «Νέα Ημέρα».
Το 1937 δημοσιεύτηκαν στη λογοτεχνική επιθεώρηση «Νεοελληνικά Γράμματα» τρία κριτικά σημειώματά του, καθώς και η πρώτη ποιητική μετάφρασή του στη «Νέα Εστία».
Τον Οκτώβριο του 1944 δημοσιεύτηκε στα «Φιλολογικά Χρονικά» το ποίημα του Σινόπουλου «Ελπήνωρ», που έμελλε να αποτελέσει και το πρώτο ποίημα της πρώτης συλλογής του.
Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες … ΟΜΗΡΟΣ
Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ’ αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.
Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει να ’ναι εκείνος.
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα
Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ’ αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
Μ’ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού
ν’ ακούς τ’ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ’ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Και τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Ελπήνορα που ’χες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Ελπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ’ τον ήλιον αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νά ’ρθεις αποκρίσου.
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ’ ακρογιάλι πετρωμένα
σ’ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.
Τάκης Σινόπουλος. 1951. Μεταίχμιο. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Τάκης Σινόπουλος. 1976. Συλλογή Ι (1951–1964). Αθήνα: Ερμής.
Γι’ αυτό το ποίημα ο ίδιος ο Σινόπουλος έγραψε το 1965 τα εξής:
«Θα μου επιτρέψετε να σας αφηγηθώ τη μικρή ιστορία του δικού μου Ελπήνορα. Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι 1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας μέσα από το πεδίο του Άρεως, κάθησα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της κατοχής σ’ ένα παγκάκι. Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος κι η εξάντληση. Ξαφνικά στον άσπρο μικρό δρόμο, μες στο φως, πέρασε μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή που τον σκότωσαν οι Γερμανοί έπειτα από φριχτά βασανιστήρια στην Πάτρα το 1942. Ήταν ο Φώτος Πασχαλινός [= Θοδωράκης Ζώρας]. Γυρίζοντας στο σπίτι μου έγραψα τον Ελπήνορα. Αλλά εκείνο που για μένα είχε σημασία είναι πως το όραμα αυτό σφράγισε αποφασιστικά ένα μεγάλο μέρος, το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής μου».
Ο Σινόπουλος διδάχτηκε πρώτη φορά σε ελληνικό πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη το ακαδημαϊκό έτος 1977-1978.
Πηγές:
Γ. Γώτης, Δ. Κράγκαρης, Α. Φουσκαρίνης: Ανθολογία Ηλείων λογοτεχνών, Μορφωτική Ένωση Λεχαινών,1981
Ηλειακή πρωτοχρονιά-Ηλειακό πανόραμα 12 (Λεωνίδας Καρνάρος: Στο δρόμο προς την αιωνιότητα-Ηλείοι πνευματικοί δημιουργοί)
Ιστοσελίδες: Biblionet, Mandata.gr