Οι ειδικοί του κινηματογράφου θεωρούσαν έως τότε ότι το κοινό δεν μπορούσε να παρακολουθήσει μια ταινία χωρίς πραγματικούς ηθοποιούς για περισσότερο από 10-15 λεπτά. Παρά ταύτα, ο Ντίσνεϊ δεν πτοήθηκε


Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής βρίσκονταν ακόμη υπό τη σκιά της Μεγάλης Υφεσης, μιας περιόδου η οποία, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, ανέδειξε τον κινηματογράφο ως το κατεξοχήν μέσο λαϊκής διασκέδασης. Η αίγλη του Χόλιγουντ, τα λαμπερά στούντιο και η αδιάκοπη παραγωγή ταινιών προσέφεραν στο κοινό πολύτιμες στιγμές χαλάρωσης και διασκέδασης. Η τεχνολογική πρόοδος, ωστόσο, επηρέασε βαθιά και το Χόλιγουντ, επιτρέποντας τη μετάβαση από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο, αλλάζοντας έτσι τις προδιαγραφές για την παραγωγή των ταινιών.

Κατά τον Μεσοπόλεμο, έκανε την εμφάνισή του στον χώρο της παραγωγής κινουμένων σχεδίων ο Γουόλτ Ντίσνεϊ. Με τα πρώτα “Silly Symphonies”, με πρωταγωνιστή μεταξύ άλλων τον Μίκυ Μάους, κατάφερε να δημιουργήσει καλό όνομα στον χώρο ως ένας από τους πρωτοπόρους των κινουμένων σχεδίων. Οι μικρού μήκους ταινίες του συνδύαζαν τεχνική αρτιότητα και μουσικότητα, ενώ η χρήση της τεχνολογίας “Technicolor” στο “Flowers and Trees” του 1932 απέδειξε ότι τα κινούμενα σχέδια μπορούσαν να σταθούν στο ίδιο επίπεδο με τις δημοφιλέστερες κινηματογραφικές παραγωγές της εποχής.

Προϊόντος του χρόνου, ο Ντίσνεϊ έθεσε έναν στόχο τον οποίο πολλοί παραγωγοί του Χόλυγουντ θεωρούσαν ανέφικτο: τη δημιουργία μιας μεγάλου μήκους έγχρωμης ταινίας κινουμένων σχεδίων. Ο φιλόδοξος στόχος του αντιμετωπίστηκε με σκεπτικισμό τόσο από τους συνεργάτες του όσο και από τους ανταγωνιστές του στον χώρο. Οι ειδικοί του κινηματογράφου θεωρούσαν έως τότε ότι το κοινό δεν μπορούσε να παρακολουθήσει μια ταινία χωρίς πραγματικούς ηθοποιούς για περισσότερο από 10-15 λεπτά. Παρά ταύτα, ο Ντίσνεϊ δεν πτοήθηκε, πεισμώνοντας να αποδείξει ότι τα κινούμενα σχέδια μπορούσαν εξίσου να προσφέρουν μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική εμπειρία. 

Για την υλοποίηση του ονείρου του επέλεξε την ιστορία της Χιονάτης, από το παραμύθι Η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι των αδερφών Γκριμ. Επρόκειτο για μια ιστορία με ξεκάθαρα ηθικά μηνύματα, στην οποία η παρουσία ενός κακόβουλου αντιπάλου και ενός συνόλου χαριτωμένων δευτερευόντων χαρακτήρων προσέφεραν πλούσιο υλικό για ανάπτυξη στην οθόνη. Ο Ντίσνεϊ και η ομάδα του στόχευαν να δημιουργήσουν όχι ένα παιδικό έργο, αλλά μια ταινία ικανή να συγκινήσει τόσο τα παιδιά όσο και τους ενήλικες συνοδούς τους στα κινηματοθέατρα.

Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας πραγματοποιήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1937 στο Carthay Circle Theatre του Λος Αντζελες. Στην πρώτη προβολή της παρευρέθηκαν εξέχουσες προσωπικότητες της κινηματογραφικής βιομηχανίας, όπως σκηνοθέτες, παραγωγοί, ηθοποιοί και τεχνικοί, οι οποίοι γνωρίζοντας καλά τις δυσκολίες πίσω από το εγχείρημα του Ντίσνεϊ, ανυπομονούσαν να παρακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δουλειάς του. 

Η ταινία του Ντίσνεϊ κατάφερε να κερδίσει ακόμα και τους πιο δύσπιστους. Η συναισθηματική δύναμη της ιστορίας, η ποικιλία στις εκφράσεις των χαρακτήρων, η μουσικότητα και η οπτική αρτιότητα κατέρριψαν οριστικά τον μύθο ότι τα κινούμενα σχέδια δεν μπορούσαν να εξελιχθούν σε ταινίες μεγάλου μήκους. Ο Τύπος της εποχής εγκωμίασε το έργο του Ντίσνεϊ, μιλώντας για την έναρξη μιας νέας εποχής στον κινηματογράφο.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλά

kathimerini.gr