FOLLOW US: facebook twitter

Λαϊκή αρχιτεκτονική και αγροτική ζωή: Τα μετόχια στα χτήματα της σταφίδας στη ΒΔ Πελοπόννησο

Ημερομηνία: 16-08-2018 | Συντάκτης:
Kαλοκαιρινή παρέα στο μετόχι κληρονόμων του σταφιδέμπορου Δ. Ανδρουτσόπουλου στο Καταράχι Λεχαινών, το 1983)

Της Ελένης Ψυχογιού

 

Είδη και κατασκευή μετοχιών

Η καλλιέργεια της σταφίδας (που ήταν η κύρια καλλιέργεια στην πεδινή  ΒΔ Πελοπόννησο από τα μέσα του 19ου μέχρι σχεδόν τα μέσα του 20ού αι.), απαιτεί τη συνεχή, κοπιώδη απασχόληση του αγρότη στα χτήματα ολοχρονίς και ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Η σταφίδα μαζί με τις άλλες καλοκαιρινές καλλιέργειες και λόγω των προ-βιομηχανικών μέσων μεταφοράς την εποχή εκείνη, δημιούργησαν την ανάγκη ύπαρξης ενός οικήματος στο χτήμα, ώστε να εξυπηρετεί τον καλλιεργητή πολλαπλά: για οικογενειακό κατάλυμα και θέρετρο, για  στέγαση των εποχικών εργατών, για αποθήκη αγροτικών εργαλείων, λιπασμάτων κ.λπ. Τον ρόλο αυτό έπαιξε ένα κατά κανόνα μικρό κτίριο, το  αποκαλούμενο μετόχι.  Ο όρος συχνά ονομάτιζε ολόκληρο το χτήμα και όχι μόνο το συγκεκριμένο κτίσμα.

Όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν ούτε αυτό το μικρό οίκημα, κατασκεύαζαν πρόχειρες καλύβες από καλαμιές ή φτέρες, τις τραγάτες.

Σταφιδάλωνο στου Μάχου, στο βάθος το μετόχι -1985)

 

Η ζωή στα μετόχια

Αυτό που κυρίως τα καθιστά σημαντικά, είναι το πόσο η ετήσια, περιοδική χρήση τους έδενε τους ανθρώπους συλλογικά με τη γη και τον κύκλο του χρόνου και της βλάστησης. Το Μάη οι γυναίκες άρχιζαν τις ετοιμασίες που θα έβγαζαν το μετόχι από τη χειμερινή νάρκη και τη μοναξιά του και θα το ζωντάνευαν  για το καλοκαίρι. Καθάριζαν το χώρο γύρω από το μετόχι από τα αγριόχορτα. Επιδιόρθωναν ή έφτιαχναν νέους καλαμένιους φράχτες, συχνά περίτεχνους, που οριοθετούσαν την ευρύτερη αυλή και προστάτευαν τα εποχικά λαχανικά και τους μπαξέδες από τα οικόσιτα ζώα. Πλούτιζαν με φουσκί το χώμα των μπαξέδων και του λαχανόκηπου και φύτευαν τα εποχικά λαχανικά και τα καλλωπιστικά και μυριστικά λουλούδια, με ιδιαίτερη προτίμηση στα τσετσέκια, τις τζίνιες, τα ηλιοτρόπια, το «λειρί του κόκορα», τους κόσμους, τις ντάλιες κ.ά. Σε γκαζοντενεκέδες και γλάστρες φύτευαν βασιλικούς, γαρυφαλλιές, φούλια, υάκινθους (ίντιτσι), κοράλια κ.ά. για να στολίσουν το χαγιάτι, την αυλή, τα φιλιατρά του πηγαδιού. Οι γυναίκες και ιδιαίτερα οι νεαρές κόρες κάθε οικογένειας, συναγωνίζονταν με τα γειτονικά μετόχια για το ποιο θα είχε τον ωραιότερο μπαξέ, τους πιο φουντωτούς βασιλικούς.

Μετόχι μεταξύ Καρδιακαυρίου-Νεοχωρίου 1985

 

Όταν άρχιζαν οι ζέστες, όλες οι κωμοπόλεις και τα χωριά ξεσηκωνόντουσαν για τα μετόχια. Πίσω  έμεναν μόνον οι καταστηματάρχες, οι υπάλληλοι και όσοι ελάχιστοι δεν διέθεταν χτήματα. Οι υπόλοιποι  έφευγαν οικογενειακώς, με κάρα, γαϊδούρια  ή/και πεζή  για τα χτήματα, κουβαλώντας και την απαραίτητη οικοσκευή. Έστηναν πρόχειρα κρεβάτια κυρίως με στρίποδα και σανίδες μέσα στο μετόχι (που χρησίμευε και για τη φύλαξη τροφίμων και ρουχισμού) όπου κοιμόντουσαν συνήθως τα πιο ηλικιωμένα ή τα πιο ευαίσθητα μέλη της οικογένειας, που είχαν και πρόσθετη προστασία από τις κουνουπιέρες. Ο περιορισμένος χώρος του μετοχιού αλλά και η ανάγκη επαγρύπνησης για τη σταφίδα,  επέβαλε τον ύπνο και έξω, στο δροσερό, ημιυπαίθριο χώρο του απαραίτητου σε όλα τα μετόχια χαγιατιού. Το χαγιάτι είναι σε όλα τα αγροτόσπιτα, εντός ή εκτός του οικιστικού ιστού,  μια ανοιχτή προέκταση της κεραμοσκεπής, στη μία από μακριές πλευρές του σπιτιού (ή και στις δύο του μετοχιού), που στηρίζεται σε κολώνες, με παραλλαγές  ως προς το κλείσιμο ή όχι των στενών πλευρών του. Στο πλαίσιο του ήπιου μεσογειακού κλίματος, το χαγιάτι είναι απαραίτητο, γιατί προσφέρει ημιυπαίθρια προέκταση του ζωτικού, λειτουργικού χώρου του σπιτιού, σκιά και δροσιά την ημέρα,  προστασία από τη βροχή ή από την υγρασία τα καλοκαιρινά βράδια και τις νύχτες. Το χαγιάτι στο μετόχι φιλοξενούσε και το τραπέζι της οικογένειας, στρωμένο κατά κανόνα με μουσαμά, ή την υφαντή «μεσάλα» παλιότερα, και στολισμένο με γλάστρα με βασιλικό.

Πανηγυριώτες από το Νεοχώρι Κυλλήνης φωτογραφίζονται μετά το φαγοπότι στη Βλαχέραινα, στις 8/9/1938. Στο βάθος δεξιά το κάρο. Οι δύο γυναίκες στην άκρη, στην αριστερή πλευρά, η γιαγιά (πάνω) και η μανούλα μου, η οποία κρατάει ψηλά κομμάτι από καρβέλι ψωμί (από το οικογενειακό φωτ. αρχείο, εδώ στο περιοδικό Δίφωνο, αρ. 20, Μάιος 1997, σ. 43, δημοσιευμένη από την Ε.Ψ.)

 

Έτσι το χαγιάτι και ο συνεχόμενος χώρος της σκιασμένης αυλής ήταν και το επίκεντρο της οικογενειακής ζωής και δραστηριότητας στο μετόχι. Εδώ ή στον ευρύτερο, σκιερό χώρο της αυλής στηνόταν και ο αργαλειός, απαραίτητος για την κατασκευή των ρούχων της οικογένειας και των προικιών των κοριτσιών.

Στην αυλή, συνήθως κοντά στο πηγάδι, υπήρχε πάντα ένα μεγάλο, πλατύφυλλο δέντρο (κυρίως μουριά ή πλατάνι) για βαθιά σκιά και δροσιά, όπου τα νεότερα αρσενικά μέλη της οικογένειας συνήθιζαν να φτιάχνουν με σανίδες και κλαδιά «κρεβατίνες» όπου κατέφευγαν για μεσημεριανό ή και νυχτερινό ύπνο.

Φτάνοντας στο πανηγύρι της Βλαχέραινας με το κάρο, από το μετόχι (από το φωτογραφικό αρχείο Ντίνου Ψυχογιού, δεκαετία 1950)

 

Το μετόχι μαζί με το καλλιεργημένο  χτήμα ήταν μια κυψέλη εργασίας και αλληλοβοήθειας για την διευρυμένη οικογένεια, όπου ο καθένας  είχε καθήκον να προσφέρει αλλά και να δέχεται υπηρεσίες, σύμφωνα με τον παραδοσιακό καταμερισμό της προσφοράς  ανάλογα  με το φύλο, την ηλικία και το status των μελών της[1].

Ο «γέρος»[2], ο αρχηγός της διευρυμένης οικογένειας, είχε τη γενικότερη εποπτεία, μαζί με την «γριά» (που δεν της έλειπε και η ρόκα από τα χέρια), σύμφωνα πάντα με την ηλικία τους και τον κατά φύλα επιμερισμό των αρμοδιοτήτων,  έδιναν συμβουλές και απασχολούσαν τα μικρότερα παιδιά με παραμύθια και ιστορίες τα βράδια ή όταν οι μεγάλοι έλειπαν στις δουλειές. Οι άνδρες, οι  γονείς,  οι μεγαλύτεροι γιοί, οι θείοι, ανάλογα με το πόσο διευρυμένη ήταν κάθε οικογένεια,  ενίοτε και οι νοικοκυρές και οι κοπέλες, ασχολούνταν με τις αγροτικές δουλειές στο χτήμα. Οι μανάδες, εκτός από την απασχόλησή τους στις αγροτικές δουλειές, είχαν την ευθύνη για τη φροντίδα των μικρότερων παιδιών αλλά και για το μαγείρεμα, το ζύμωμα-φούρνισμα, το πλύσιμο των ρούχων και των σκευών  (με νερό από το πηγάδι ή σε κάποιο κοντινό ποτάμι ή ρέμα) και τη γενικότερη  καθαριότητα του χώρου, το μπάλωμα των ρούχων,  το γνέσιμο, τον αργαλειό, το κέντημα, το πότισμα των μπαξέδων, τη φροντίδα των μικρών οικόσιτων ζώων (κυρίως τις κατσίκες) και του κοτετσιού κ.λπ., συνεπικουρούμενες και αλληλοβοηθούμενες από τη γιαγιά και τις μεγαλύτερες κόρες.  Οι γυναίκες στο μετόχι εκτός από τις καθημερινές αυτές δουλειές είχαν να ετοιμάσουν και τα τρόφιμα που, συντηρούμενα, θα κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος των αναγκών σε τρόφιμα για το χειμώνα, με υλικά που έδινε το καλλιεργούμενο χτήμα: τοματοπελτέ, διάφορα τουρσιά (πιπεριές μελιτζάνες κ.ά), γλυκά κουταλιού (βύσσινο, σταφύλι, μελιτζανάκι κ.λπ.), ζυμαρικά (τραχανά, χυλοπίτες, κουσκουσέ).

Το διώροφο, αρχοντικό μετόχι του κτηματία-σταφιδέμπορου Δ. Ανδρουτσόπουλου στο Καταράχι, στα Λεχαινά Ηλείας (φωτ. Ρωμύλος Παρίσης, 1983)

 

Μόνο τα μικρά παιδιά  ήταν απαλλαγμένα από υποχρεώσεις, αν και βοηθούσαν και αυτά σε μικροδουλειές, κατά τις δυνάμεις τους. Για τα παιδιά όμως η ζωή στο μετόχι ήταν σχολείο για τη γνωριμία τους με τη φύση, τις αγροτικές ασχολίες και κυρίως για την ανάπτυξη της φαντασίας και των πρακτικών ή πνευματικών δεξιοτήτων τους μέσα από τις ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού και ανταγωνισμών με τα αδέλφια, τα ξαδέλφια και τα γειτονόπουλα από τα άλλα μετόχια.

Σπάνια φωτογραφία του Μοναστηριού της Βλαχέρνας πριν ανοικοδομηθούν τα κελιά.

 

Επειδή τα χτήματα είναι στην πλειονότητά τους μικρο-ιδιοκτησίες, αλλά και λόγω του τρόπου που μοιράζεται η πατρική περιουσία στα αγόρια, τα μετόχια ήταν ως επί το πλείστον κοντινά και συγγενικά. Έτσι και η κοινωνική επικοινωνία αλλά και η αλληλοβοήθεια ήταν εύκολη και συνεχής. Παρά τις όποιες κοινωνικές διαφορές ή /και συγκρούσεις, η καλοκαιρινή ζωή στα  μετόχια έπαιρνε άλλες διαστάσεις. Ο όμοιος τρόπος ζωής, ο κοινός μόχθος στα χωράφια και η αγωνία από τους κινδύνους  για τη συγκομιδή, ιδιαίτερα για τα αυγουστιάτικα μπουρίνια, καταστροφικά για την απλωμένη στα αλώνια σταφίδα, έφερναν πιο κοντά τους ανθρώπους, οι σχέσεις γινόντουσαν πιο ήμερες, οι διαφορές απαλύνονταν.

Η σπηλαιώδης πηγή με το αγίασμα μέσα στον μοναστηριακό ελαιώνα, όπου κατά την τοπική παράδοση έγινε η “εύρεση” της εικόνας της Παναγίας (2006)

Συχνά στα φεγγαρόλουστα βράδια ή στις νύχτες με αστροφεγγιά, συγκεντρωνόντουσαν σε ένα από τα γειτονικά μετόχια. Μέσα στις μυρωδάτες αυλές, κάτω από τα προστατευτικά χαγιάτια, απομονωμένοι κάπως από τον έξω κόσμο (δεδομένης και της έλλειψης μέσων τηλε-επικοινωνίας μέχρι τη δεκαετία του ’50 στην περιφέρεια), οι ξωμάχοι, νοικοκυραίοι και εργάτες, ξεκουράζονταν (οι γυναίκες με τα χέρια πάντα απασχολημένα, κυρίως με τη ρόκα, που δεν χρειαζόταν φως για να δουλευτεί) και κουβέντιαζαν για τα προβλήματα της καλλιέργειας, την τιμή της σταφίδας,  τον κίνδυνο για βροχή, τα νέα ή τα κουτσομπολιά από το χωριό.  Οι εποχικοί εργάτες, από τα κοντινά Επτάνησα κυρίως, αφηγούνταν  με την ιδιωματική προφορά τους τις δικές τους ιστορίες, συμβάλλοντας στην πολιτισμική όσμωση.  Όσο η ώρα προχωρούσε και το άφθονο στην περιοχή σπιτικό κρασί γέμιζε τα ποτήρια, οι νεότεροι μπορεί να έστηναν και το τραγούδι. Τραγούδια παλιά, παραδοσιακά, που μιλούν παιδαγωγικά και διασκεδαστικά για ηρωικές και υπερφυσικές ιστορίες, για πάθη και για έρωτες, για καημούς και βάσανα, για χαρές και λύπες, για κατατρεγμούς και σφαγές, για την ομορφιά και την ασχήμια του κόσμου.  Οι γεροντότεροι άρχιζαν τις ψυχαγωγικές αφηγήσεις, δηλαδή τα παραμύθια, τις ιστορίες για νεράιδες και ξωτικά, για αλεπούδες και για λύκους, που όλοι, και ιδιαίτερα τα παιδιά, ένοιωθαν τόσο ζωντανά και κοντινά τους μέσα στην εξοχή όπου περνούσαν τον καιρό τους. Όποτε οι δουλειές το επέτρεπαν  ή στη γιορτή παραθαλάσσιου ξωκλησιού, γινόντουσαν και ομαδικές, ολοήμερες  εξορμήσεις για μπάνιο στη θάλασσα, με κάρα ή πεζή, ανάλογα και με την απόσταση του μετοχιού από αυτήν. .Δεν ήταν βέβαια λίγοι και οι, κοινωνικά απαγορευμένοι, έρωτες που φούντωναν τα  καυτά  καλοκαίρια μέσα στο λιοπύρι και την παραζάλη του θέρου ή του τρύγου και που μπορεί και να ολοκληρώνονταν κρυφά, στη δροσιά και την απομόνωση της τραγάτας, στις ακροποταμιές, ανάμεσα στις μοσχοβολισμένες, ολάνθιστες λυγαριές και στις πικροδάφνες.

Πανηγυριώτες από το Νιοχώρι Κυλλήνης στη Βλαχέραινα. Τρίτη από δεξιά, στην πάνω σειρά, η μανούλα μου (από το οικογενειακό φωτογραφικό αρχείο, τέλη δεκαετίας 1930)

 

Συμμετοχή στις καλοκαιρινές εξοχικές γιορτές και τα πανηγύρια

Στις μεγάλες γιορτές του καλοκαιριού και μάλιστα στο «μικρό Πάσχα», τη γιορτή της Μητέρας Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο, οι φούρνοι στα μετόχια μοσχοβολούσαν από τα ψητά καπόνια, τα παπιά, τις μπουγάτσες, τα μαγερειά από τα βραστά «χοντρά» (τις γίδες, τα ζυγούρια)  και οι εξοχές αντηχούσαν από τα τραγούδια και τα γέλια κατά το μεσημεριανό γλέντι.  Για την ευρύτερη περιοχή που ορίζει το ακρωτήριο Χελωνάτας, την κορυφή του οποίου στεφανώνει το φράγκικο κάστρο Χλεμούτσι, το τέλος της καλοκαιρινής περιόδου και της ζωής στα μετόχια οριζόταν από τη γιορτή της Γέννησης της Παναγίας, στις 8 Σεπτέμβρη, οπότε πανηγυρίζει το παμπάλαιο μοναστήρι της Παναγίας της Βλαχέραινας, κρυμμένο μέσα σε μια ρεματιά, ανάμεσα στο Κάστρο και στην Κυλλήνη.  Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της περιοχής, άλλοι από  τα χωριά και τις κωμοπόλεις και άλλοι από τα μετόχια, ξεσηκώνονταν νύχτα ακόμα, ανήμερα της γιορτής και, φορτωμένοι κατά οικογένειες, μαζί με τα φαγητά και τις νταμιζάνες με το κρασί, στα κάρα (αρκετές γυναίκες με πεζοπορία, ξυπόλυτες, σε εκπλήρωση σχετικού τάματος), ξεκινούσαν για το μοναστήρι.

Σκηνές από τις δουλειές στα μετόχια και τη σταφίδα (στην περιοχή του Χάβαρι Ηλείας, Αύγουστος 2006)

Επίλογος 

Τα μετόχια ήταν σε πλήρη χρήση ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950, αρχές του ’60. Η σταδιακή εγκατάλειψη του προ-βιομηχανικού τρόπου παραγωγής και της καλλιέργειας της σταφίδας, η στροφή σε νέες εκτεταμένες καλλιέργειες με μηχανικά μέσα, η μαζική εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, η αστυφιλία, η διάδοση των αγροτικών αυτοκινήτων που  ελαχιστοποιούν τις αποστάσεις και ο διαφορετικός τρόπος ζωής και παραγωγής που οι αλλαγές αυτές συνεπάγονται, είναι κύριοι λόγοι για την παρακμή και την εγκατάλειψη των μετοχιών. Αρκετά επιβίωσαν μέχρι πρόσφατα ως αποθήκες ζωοτροφών και γεωργικών εργαλείων. Ωστόσο η συγκέντρωση τέτοιων αναγκών κοντά στα σπίτια,  όπως επιτρέπει η μεταφορά με τα αγροτικά αυτοκίνητα, συνέβαλε επιπλέον στο  να έχουν σχεδόν εξαφανιστεί τα μετόχια από το σύγχρονο αγροτικό τοπίο στη ΒΔ Πελοπόννησο, εκτός από τις λίγες περιοχές όπου εξακολουθεί η καλλιέργεια της σταφίδας, κυρίως στην περιοχή του Δήμου Ήλιδας, στην Ηλεία. Την ταπεινή παρουσία τους στην εξοχή αντικαθιστούν όλο και περισσότερο κάτι θηριώδη κτίρια  που χρησιμοποιούνται ως σταύλοι (δεδομένης της εξαφάνισης και της νομαδικής ή μεταβατικής κτηνοτροφίας, οπότε τα ζώα σταβλίζονται ολοχρονίς στους κάμπους)  ή κυρίως ως συσκευαστήρια-αποθήκες των αγροτικών προϊόντων, που παράγονται σε τεράστιες ποσότητες από τις εκτεταμένες μηχανοκαλλιέργειες.

Όσοι από μας προλάβαμε στην παιδική ηλικία μας  (αφού οι μεγαλύτεροι έχουν πλέον εκλείψει, οι περισσότεροι) να ζήσουμε τη χρήση και τη λειτουργία των μετοχιών, έστω σε αρχόμενη παρακμή, κρατάμε ως πολύτιμη παρακαταθήκη τις εμπειρίες μας, σαν ένα είδος χαμένου παράδεισου.

Σημείωση:

[Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από βιωματική σχέση της Ελένης Ψυχογιού, το αντικείμενο, είναι αντιγραφή, με κάποια επεξεργασία, από το βιβλίο:

Ελένη Ψυχογιού, Λεχαινά. Ο τόπος, τα σπίτια, καλλιτεχνική επιμέλεια Σωσώς Κατσούφη-Σεβδαλή, εκ παραδρομής, Λεχαινά 1987, σ. 224-232, όπου και σχετική με την καλλιέργεια της σταφίδας και άλλη τοπική βιβλιογραφία:

Οι φωτογραφίες  (οι ασπρόμαυρες και τα σχέδια από το ίδιο βιβλίο) είναι όλες τραβηγμένες από την Ελένη Ψυχογιού, εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά].


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος