FOLLOW US: facebook twitter

Η «απάτη» της στατιστικής

Ημερομηνία: 11-08-2017 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Εκπαίδευση, Νέα

Του Χρήστου Κάτσικα  

«Οι ειδήσεις δεν είναι ένας καθρέφτης των κοινωνικών γεγονότων, αλλά η αναφορά που κάνει η πλευρά η οποία έχει επιβάλει την οπτική της»

Ουόλτερ Λίπμαν

Κάθε χρόνο η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων συνοδεύεται από την προβολή της νίκης των κοριτσιών και της επαρχίας, που «σαρώνουν τις πρωτιές» στο «χρηματιστήριο των σχολικών αξιών».

Σε μια ειρηνική «συναυλία» καλών προθέσεων, το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ υψώνουν -με τη βοήθεια της «αλεξίσφαιρης» επιχειρηματολογίας των αριθμών και των ποσοστών- τους «ανίσχυρους» της ελληνικής κοινωνίας στην πρώτη θέση της επιτυχίας.

«Σαρωτική η νίκη της επαρχίας», «Η πρωτιά είναι γένους θηλυκού», είναι συνηθισμένοι τίτλοι ειδήσεων.

Αυτή η «δαιμονοποίηση» της επιτυχίας, που συνοψίζεται στην αναπαράσταση της «πρωτιάς» ως «γυναίκας που ζει στην ελληνική επαρχία», μπορεί βεβαίως να τροφοδοτεί τις συνήθεις κοινοτοπίες με τις οποίες τρέφεται η κοινή γνώμη καθώς και τις συλλογικές φαντασιώσεις για τις δυνατότητες ανέλιξης.

Ομως σε κάθε περίπτωση «θολώνει» την πραγματικότητα, καθώς ο «πανηγυρικός λόγος» και το «μπούκωμα» με μια τακτοποιημένη στατιστική -απογυμνωμένη από την κοινωνική της σημασία- δεν συνιστά συμμετοχή στην παρουσίαση της αλήθειας.

Υποστηρίζουμε ότι η εκθαμβωτική προβολή της επιτυχίας των κοριτσιών-επαρχίας δεν μπορεί να φωτίσει παρά το μαύρο φόντο των πραγματικών ανισοτήτων (ταξικών, γεωγραφικών, ανισοτήτων φύλου).

Τι αποκαλύπτει η έρευνα για μια σειρά σχολικές χρονιές για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία (ενδεικτικά στοιχεία ΕΣΥΕ, ΕΛΣΤΑΤ και υπουργείου Παιδείας 1997-2014, μέσοι όροι);

Η «αυτοδυναμία των κοριτσιών στις πρωτιές» χάνεται όταν την αναζητούμε χωρίς «στατιστικούς αντικατοπτρισμούς».

Τα κορίτσια αποτελούν το 54,5% του μαθητικού πληθυσμού των Λυκείων (Γενικών και ΕΠΑΛ) και απλά με το 54,7% των «επιτυχόντων» τους εξισορροπούν την αναλογία της συμμετοχής τους.

Οι επιτυχόντες από την επαρχία συμμετέχουν στο 64,5% του μαθητικού πληθυσμού των Λυκείων και καταλαμβάνουν κατά μέσο όρο 63% των πρώτων θέσεων.

Ας «χαρτογραφήσουμε» όμως τώρα αναλυτικότερα τις παραμέτρους της συμμετοχής των μαθητών της επαρχίας στο «σχολικό μάννα», προσγειώνοντας την πραγματικότητα στην «πίστα» των πραγματικών της διαστάσεων.

Η συμμετοχή της επαρχίας στα εκπαιδευτικά αγαθά

Είναι αλήθεια ότι η εκπαιδευτική κατάσταση της ελληνικής επαρχίας έχει βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό.

Και αυτό είναι μια πραγματικότητα που η άκρη του χρονικού της ορίζοντα βρίσκεται στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και οι αιτίες της πολλές (βελτίωση των υλικών συνθηκών ζωής, επέκταση του εκπαιδευτικού δικτύου κ.λπ.)

Η «μπαταρία» όμως που «φόρτισε» και συνεχίζει να φορτίζει την πρόσβαση των μαθητών των πόλεων και των κωμοπόλεων της -εκτός των τειχών της πρωτεύουσας- Ελλάδας είναι μία:

Η ιδεολογία της κοινωνικής ανόδου που από τη δεκαετία του ‘60 αποκτά μια άνευ προηγουμένου εμβέλεια, ακόμη και πέρα από τα μικροαστικά στρώματα.

Το πρότυπο του επιτυχημένου γίνεται, στα αστικά κέντρα της ελληνικής επαρχίας, «αυτός που φεύγει για να σπουδάσει, ν’ ανέβει» και στην εκπαίδευση, κυρίως την ανώτατη, εναποτίθενται οι ελπίδες των μικρομεσαίων στρωμάτων των αστικών κέντρων και της υπαίθρου, αλλά και πλατιών λαϊκών στρωμάτων των πόλεων και των χωριών για επαγγελματική-κοινωνική άνοδο.

Σε παλιότερες έρευνες που έγιναν σε χωριά της Ηπείρου και της Ευρυτανίας με ερώτηση «τι επάγγελμα θα θέλατε να ακολουθήσουν τα παιδιά σας» και στόχο τη διερεύνηση των αιτιών της γενικευμένης εκπαιδευτικής ζήτησης, οι απαντήσεις ήταν αποκαλυπτικές«Να σπουδάσει», «να γίνει δάσκαλος, γιατρός, καθηγητής, δημόσιος υπάλληλος», «να κάνει ένα ωραίο επάγγελμα, μόνο να μη σκάβει», «να μη μείνουν στα δικά μας χάλια», «να μην υποφέρουν όπως εμείς», «χορτάρι να βοσκήσω, αλλά να σπουδάσουν».

Οταν όμως μιλάμε για τη «γεωγραφία» των εκπαιδευτικών ευκαιριών στην Ελλάδα οφείλουμε να κάνουμε μια βασική, στοιχειώδη διάκριση.

Αναφερόμαστε βεβαίως στη διάκριση που κάνει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία και αφορά τις αστικές, ημιαστικές και αγροτικές περιοχές της χώρας μας.

Οσο δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς το γεγονός ότι οι μεγάλες επαρχιακές πόλεις, τα αστικά κέντρα στη χώρα μας εισάγουν μεγάλο αριθμό υποψηφίων τους στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, σε σχέση πάντα με το παρελθόν, άλλο τόσο δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι οι αγροτικές και ημιαστικές περιοχές της χώρας μας αποτελούν και σήμερα τον «τέταρτο κόσμο» της εκπαίδευσης.

Λέμε τα παραπάνω γιατί αυτός ο ιδιόμορφος «φιλοεπαρχιωτισμός» των ΜΜΕ και τα δημοσιεύματα για «νίκη», «πρωτιά», «θρίαμβο» της επαρχίας στις πανελλαδικές εξετάσεις, αυτή η «τεχνητή συμπάθεια» δηλαδή προς τους «εκτός κέντρου» Αθήνας-Θεσσαλονίκης υποψηφίους που «σαρώνουν», από τη μια συγκαλύπτει την κοινωνική προέλευση των υποψηφίων, επικαλούμενος έντεχνα το «κοινόν της καταγωγής», και από την άλλη στηρίζει και στηρίζεται στην αντιεπιστημονική κατάταξη στην ίδια κατηγορία των μεγάλων αστικών κέντρων (Πάτρα, Λάρισα, Ηράκλειο, Βόλος κ.λπ.) με τα χωριά, τις αγροτικές περιοχές και τα ημιαστικά κέντρα.

Ο αγροτικός κόσμος

Η «χωρογραφική» κατανομή του αναλφαβητισμού στις διάφορες περιοχές της χώρας μας έρχεται να τονίσει για ακόμη μία φορά τις μεγάλες γεωγραφικές ανισότητες που συνθέτουν τον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό «χάρτη» της Ελλάδας.

Σε όλες τις μεταπολεμικές απογραφές επισημαίνεται ότι ο αναλφαβητισμός πλήττει ιδιαίτερα τις αγροτικές περιοχές, τους φτωχούς νομούς, τους «γεωγραφικά αδικημένους».

Ο αγροτικός κόσμος μπορεί να μην είναι πλέον η ατελείωτη «νησίδα της σιωπής» των δεκαετιών του ’60, του ’70 ακόμη και του ’80, ωστόσο οι ανισότητες καταγράφονται σταθερά όταν γίνεται η σύγκριση με τα αστικά κέντρα.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος